-
1 επήρετμος
-
2 ἐπήρετμος
-
3 επηρετμος
-
4 ἐπήρετμος
ἐπήρετμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπήρετμος
-
5 ἐπήρετμος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐπήρετμος
-
6 ἐπήρετμος
ἐπ-ήρετμος ( ἐρετμός): at the oar, Od. 2.403; furnished with oars; νῆες, δ , Od. 5.16.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπήρετμος
-
7 ἐπήρετμος
ἐπ-ήρετμος, am Ruder, rudernd; mit Rudern versehen -
8 δολιχ-ήρετμος
δολιχ-ήρετμος, mitlangen Rudern; Apoll. Lex. Hom. p. 59, 32 Δολιχήρετμοι· μακρόκωποι. Homer sechsmal: Odyss. 8, 191. 369. 13, 166 Φαίηκες δολιχήρετμοι, ναυσίκλυτοι ἄνδρες; Odyss. 19, 339. 23, 176 ἐπὶ νηὸς ἰὼν δολιχηρέτμοιο; Odyss. 4, 499 νηυσὶ δολιχηρέτμοισιν. Vgl. φιλήρετμος u. ἐπήρετμος. – Αἴγινα Pind. Ol. 8, 20.
-
9 επηρέτμοισι
-
10 ἐπηρέτμοισι
-
11 επηρέτμους
-
12 ἐπηρέτμους
-
13 επήρετμοι
-
14 ἐπήρετμοι
См. также в других словарях:
επήρετμος — ἐπήρετμος, ον (Α) 1. (για κωπηλάτες) αυτός που κάθεται κοντά στο κουπί έτοιμος να κωπηλατήσει 2. (για πλοίο) ο εφοδιασμένος με κουπιά («νῆες ἐπήρετμοι καὶ ἑταῑροι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερετμόν «κουπί», το η λόγω τής λειτουργίας τού… … Dictionary of Greek
ἐπήρετμος — at the oar masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρέτμοισι — ἐπήρετμος at the oar masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρέτμους — ἐπήρετμος at the oar masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήρετμοι — ἐπήρετμος at the oar masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερετμόν — ἐρετμόν, τὸ (AM) 1. το κουπί («πῆξαι τ’ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν» και να ορθώσεις πάνω στο μνήμα κουπί, Ομ. Οδ.) 2. μτφ. το αντρικό μόριο 3. μτφ. το φτερό πτηνού («πτερύγων ἐρετμοῑσιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερε τού τ. ερέτης, με διαφορετικό… … Dictionary of Greek