-
1 εξηρετμος
-
2 ἑξήρετμος
ἑξήρετμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑξήρετμος
-
3 ἑξήρετμος
-
4 εξηρέτμοις
-
5 ἑξηρέτμοις
См. также в других словарях:
ἑξηρέτμοις — ἑξήρετμος of six banks of oars masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερετμόν — ἐρετμόν, τὸ (AM) 1. το κουπί («πῆξαι τ’ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν» και να ορθώσεις πάνω στο μνήμα κουπί, Ομ. Οδ.) 2. μτφ. το αντρικό μόριο 3. μτφ. το φτερό πτηνού («πτερύγων ἐρετμοῑσιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερε τού τ. ερέτης, με διαφορετικό… … Dictionary of Greek