-
1 δολιχηρετμος
2с длинными веслами, длинновесельный, т.е. предпринимающий дальние плавания(νηῦς, Φαίηκες Hom.; Αἴγινα Pind.)
-
2 δολιχήρετμος
δολῐχήρετμος, -ον1 with long oarsδολιχήρετμον Αἴγιναν O. 8.20
(cf.ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1
) -
3 δολιχήρετμος
A long-oared, of a ship, Od.4.499, etc.; of the Phaeacians, using long oars, 8.191;δ. Αἴγινα Pi.O.8.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολιχήρετμος
-
4 δολιχήρετμος
δολιχ-ήρετμος ( ἐρετμός): long-oared, making use of long oars; epith. of ships, and of the Phaeacian men. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δολιχήρετμος
-
5 δολιχήρετμος
-
6 δολιχήρετμον
δολιχήρετμοςlong-oared: masc /fem acc sgδολιχήρετμοςlong-oared: neut nom /voc /acc sg -
7 δολιχηρέτμοιο
δολιχήρετμοςlong-oared: masc /fem /neut gen sg (epic) -
8 δολιχηρέτμοισι
δολιχήρετμοςlong-oared: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
9 δολιχηρέτμου
δολιχήρετμοςlong-oared: masc /fem /neut gen sg -
10 δολιχηρέτμους
δολιχήρετμοςlong-oared: masc /fem acc pl -
11 δολιχήρετμοι
δολιχήρετμοςlong-oared: masc /fem nom /voc pl -
12 μακρόκωπος
μακρό-κωπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακρόκωπος
См. также в других словарях:
δολιχήρετμος — δολιχήρετμος, ον (Α) 1. (για πλοίο) που έχει μακριά κουπιά 2. (για άνθρωπο) που μεταχειρίζεται μακριά κουπιά … Dictionary of Greek
δολιχήρετμον — δολιχήρετμος long oared masc/fem acc sg δολιχήρετμος long oared neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιχηρέτμοιο — δολιχήρετμος long oared masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιχηρέτμοισι — δολιχήρετμος long oared masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιχηρέτμου — δολιχήρετμος long oared masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιχηρέτμους — δολιχήρετμος long oared masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιχήρετμοι — δολιχήρετμος long oared masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερετμόν — ἐρετμόν, τὸ (AM) 1. το κουπί («πῆξαι τ’ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν» και να ορθώσεις πάνω στο μνήμα κουπί, Ομ. Οδ.) 2. μτφ. το αντρικό μόριο 3. μτφ. το φτερό πτηνού («πτερύγων ἐρετμοῑσιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερε τού τ. ερέτης, με διαφορετικό… … Dictionary of Greek