-
1 ουρανιος
-
2 ουράνιος
α, ο [ος и ία, ον 1.1) небесный, относящийся к нёбу;ουράνιο τόξο — радуга;
ουράνιος θόλος — небосклон;
ουράνια σώματα — небесные тела;
2) перен. небесный, прелестный, изуми тельный;ουράνια φωνή — изумительный голос;
ουράνιον κάλλος — небесная красота;
2.:τα ουράνια — небеса;
ανεβάζω στα ουράνι — превозносить до небес
-
3 οὐράνιος
{прил., 6}Ссылки: Мф. 6:14, 26, 32; 15:13; Лк. 2:13; Деян. 26:19.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > οὐράνιος
-
4 ουράνιος
{прил., 6}Ссылки: Мф. 6:14, 26, 32; 15:13; Лк. 2:13; Деян. 26:19.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ουράνιος
-
5 οὐράνιος
небесный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > οὐράνιος
-
6 οὐράνιος
НебесныйнебесныйΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > οὐράνιος
-
7 ουράνιος
[ураниос] επ небесный. -
8 αψις
I.ион. ἀψίς - ῖδος ἥ (acc. ἁψῖδα и ἅψιν)1) петля, очко(λίνου ἀψῖδες Hom.)
2) досл. обод колеса, перен. колесо Hes., Her., Eur., Plut.3) дуга(ἴριδος Arst.)
4) свод(ἥ οὐράνιος ἁ. Plat.)
5) дискἡ ἡμερία ἁ. Eur. — солнечный диск
6) ирон. сплетение(ἁψῖδες ἐπῶν Arph.)
II.- εως ἥ тж. pl. прикосновение, осязание Plat., Arst. -
9 εγγαιος
2 и 3 и ἔγγειος 21) приросший к земле или растущий из земли(φυτά Plat.)
2) подземный(σκότος Plut.; sc. θεοί Anth.)
3) земной(οὐκ ἔ., ἀλλ΄ οὐράνιος Plat.)
4) земельный(κτῆσις Polyb.; συμβόλαιον Dem.)
τόκοι ἔγγειοι Dem. — доход с земельных участков5) находящийся в земле, врытый в землю(τῶν λίθων μέρη Plut.)
τὰ ἔγγεια Dem. — врытое в землю (сельскохозяйственное) имущество6) туземный, отечественный(ἥβα Aesch.)
τὰ ἔγγαια Xen. ( в отличие от ὑπερόρια) — земельные владения внутри страны -
10 ενουρανιος
-
11 επουρανιος
I21) небесный, живущий на (в) небе(θεοί Hom.; εὐσερῶν ψυχαί Pind.)
2) (под)небесный, пролегающий по небу(ἥ πορεία Plat.)
IIὅ небожитель Theocr., Luc. -
12 μεσουρανιος
-
13 υπερουρανιος
-
14 υπουρανιος
-
15 θόλος
-
16 μηχανική
η механика (раздел науки);θεωρητική (εφηρμοσμένη) μηχανική — теоретическая (прикладная) механика;
ουράνιος μηχανική — небесная механика
-
17 ἐπουράνιος
ἐπ|ουράνιος, ον в небесах обитающий, небесный -
18 3770
{прил., 6}Ссылки: Мф. 6:14, 26, 32; 15:13; Лк. 2:13; Деян. 26:19.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3770
См. также в других словарях:
οὐράνιος — heavenly masc nom sg οὐράνιος heavenly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐράνιος — heavenly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουράνιος — α, ο (ΑΜ ουράνιος, ία ον, θηλ. και ος) [ουρανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ουρανό ή αυτός που βρίσκεται στον ουρανό ή αυτός που προέρχεται από τον ουρανό (α. «ουράνια φαινόμενα» τα φαινόμενα τα οποία εξελίσσονται στον ουρανό β. «φυτὸν… … Dictionary of Greek
ουράνιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ουρανό, που συμβαίνει στον ουρανό, που προέρχεται από τον ουρανό: Ουράνια σώματα. – Ουράνια φαινόμενα. 2. ως ουσ., ουράνια, τα η έκταση του ουρανού, ουράνια περιοχή, ο ουρανός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οὐρανίω — οὐράνιος heavenly masc/neut nom/voc/acc dual οὐράνιος heavenly masc/neut gen sg (doric aeolic) οὐράνιος heavenly masc/fem/neut nom/voc/acc dual οὐράνιος heavenly masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανίως — οὐράνιος heavenly adverbial οὐράνιος heavenly masc acc pl (doric) οὐράνιος heavenly adverbial οὐράνιος heavenly masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐράνιον — οὐράνιος heavenly masc acc sg οὐράνιος heavenly neut nom/voc/acc sg οὐράνιος heavenly masc/fem acc sg οὐράνιος heavenly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανίων — οὐράνιος heavenly fem gen pl οὐράνιος heavenly masc/neut gen pl οὐράνιος heavenly masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανίοιο — οὐράνιος heavenly masc/neut gen sg (epic) οὐράνιος heavenly masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανίοις — οὐράνιος heavenly masc/neut dat pl οὐράνιος heavenly masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανίοισι — οὐράνιος heavenly masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) οὐράνιος heavenly masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)