-
1 небесный
επ.1. ουράνιος•небесный свод ουράνιος θόλος•
-ая лазурь το γαλάζιο (ουράνιο) χρώμα•
-ые тела ουράνια σώματα•
-ая твердь το στερέωμα.
2. μτφ. παλ. θείος, θεϊκός, εξαίσιος, ιδανικός.εκφρ.небесный цвет – ουρανί (γαλάζιο) χρώμα•царица -ая – η θεομήτωρ, Παναγία•царь ή отец небесный – ο ουράνιος πατέρας(θεός)•царство ему -ое – στη βασιλεία των ουρανών ή καλόν παράδεισο•небесный суд – θεία δίκη. -
2 небесный
небесн||ыйприл1. οὐράνιος:\небесный свод ὁ οὐράνιος θόλος, τό στερέωμα· \небесныйые светила τά οὐράνια σώματα, τά ἄστρα· \небесный цвет τό οὐρανί χρῶμα, τό γαλάζιο χρῶμα·2. (божественный) θεϊκός, θείος. -
3 меридиан
геогр. о μεσημβρινόςнебесный астр. - ουράνιος -основной - см. главный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > меридиан
-
4 небосвод
ο ουράνιος θόλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > небосвод
-
5 полюс
1. (точка пересечения воображаемой оси вращения Земли с земной поверхностью) о πόλος 2. (вывод, зажим) о πόλος, ο ακροδέκτης-возбуждения эл. - της διέγερσηςглавный - эл. κύριος -дополнительный - эл. βοηθητικός -, ενδιάμεσος -основной эл. - главный -отрицательный - эл. αρνητικός -положительный - эл. θετικός -разноимённый - ετερώνυμος -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полюс
-
6 свод
1. арх. о θόλος, η καμάρα 2. (законов, текстов, данных и т.п.) о κώδικας, ο κώδιξ 3. (шаровой) см. сегмент шаровой 4. (небесный) о ουράνιος θόλος 5. (сигналов) о κώδικας σημάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свод
-
7 сфера
1. (о земном шаре, небесном своде) η σφαίρα 2. мат. η σφαίρα 3. (предел действия, распространения чего-л., область чего-л.) о τομέας, η έκταση 4. (окружение, среда, обстановка) о κύκλοςτο περιβάλλον5. -ы (круг лиц, объединённых общностью положения, знаний и т.п.) οι κύκλοι (πλ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сфера
-
8 экватор
геогр. о ισημερινόςнебесный - астр. ουράνιος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экватор
-
9 божий
бож||ийприл θεϊκός, οὐράνιος; ◊ каждый \божий день разг κάθε μέρα; \божийья коровка (насекомое) ἡ παπαδίτσα, ἡ λα-μπρίτσα. -
10 карта
карт||аж1. ὁ χάρτης:географическая \карта ὁ γεωγραφικός χάρτης· морская \карта ὁ ναυτικός χάρτης· \карта звездного неба ὁ οὐράνιος χάρτης· \карта полушарий ὁ χάρτης τῶν δύο ἡμισφαιρίων2. (игральная) τό τραπουλοχαρτο[ν], τό παιγνιόχαρτο[ν]:колода карт ἡ τράπουλα· тасовать \картаы ἀνακατεύω τά χαρτιά· сдавать \картаы μοιράζω χαρτιά· играть в \картаы παίζω χαρτιά· гадать на \картаах μαντεύω στά χαρτιά· ◊ спутать чьй-л, \картаы χαλνῶ τά σχέδια κάποιου· ставить все на \картау τά παίζω ὅλα γιά ὅλά раскрыть свой \картаы φανερώνω τίς προθέσεις μου. -
11 небосвод
небосводм ὁ οὐράνιος θόλος. -
12 неземной
неземн||ойприл αἰθέριος, ὁ μή γήινος / οὐράνιος (небесный)/ θείος (божественный):\неземнойа́я красота αἰθέρια ὁμορφιά. -
13 свод
сводм1. архит. ὁ θόλος, ἡ καμάρα·2. (законов и т. ἡ.) ὁ κώδικας, ὁ κώδιξ· небесный \свод ὁ οὐράνιος θόλος. -
14 небесный
[νιμπιέσνυΐ] εκ ουράνιος -
15 небосвод
[νιμπασβότ] ουσ. а. ουράνιος θόλος -
16 небесный
[νιμπιέσνυϊ] εκ ουράνιος -
17 небосвод
[νιμπασβότ] ουσ α ουράνιος θόλος -
18 вышний
-яя, -ее, επ. παλ.1. ψηλός, ουράνιος, θεϊκός•-яя сила ανώτερη (θεϊκή)δύναμη.
2. ανώτατος•-ее начальство ανώτατοι αξιωματούχοι.
3. ουσ. παλ. θεός, θεότητα. -
19 горний
-яя, -ее, επ. παλ. ουράνιος, που βρίσκεται στα ύψη. || υψηλός, ανώτερος. -
20 дольний
-яя, -ее κ. дольный, -ая, -ое παλ.1. της κοιλάδας.2. γήινος (ως αντώνυμο του επ. ουράνιος).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οὐράνιος — heavenly masc nom sg οὐράνιος heavenly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐράνιος — heavenly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουράνιος — α, ο (ΑΜ ουράνιος, ία ον, θηλ. και ος) [ουρανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ουρανό ή αυτός που βρίσκεται στον ουρανό ή αυτός που προέρχεται από τον ουρανό (α. «ουράνια φαινόμενα» τα φαινόμενα τα οποία εξελίσσονται στον ουρανό β. «φυτὸν… … Dictionary of Greek
ουράνιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ουρανό, που συμβαίνει στον ουρανό, που προέρχεται από τον ουρανό: Ουράνια σώματα. – Ουράνια φαινόμενα. 2. ως ουσ., ουράνια, τα η έκταση του ουρανού, ουράνια περιοχή, ο ουρανός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οὐρανίω — οὐράνιος heavenly masc/neut nom/voc/acc dual οὐράνιος heavenly masc/neut gen sg (doric aeolic) οὐράνιος heavenly masc/fem/neut nom/voc/acc dual οὐράνιος heavenly masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανίως — οὐράνιος heavenly adverbial οὐράνιος heavenly masc acc pl (doric) οὐράνιος heavenly adverbial οὐράνιος heavenly masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐράνιον — οὐράνιος heavenly masc acc sg οὐράνιος heavenly neut nom/voc/acc sg οὐράνιος heavenly masc/fem acc sg οὐράνιος heavenly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανίων — οὐράνιος heavenly fem gen pl οὐράνιος heavenly masc/neut gen pl οὐράνιος heavenly masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανίοιο — οὐράνιος heavenly masc/neut gen sg (epic) οὐράνιος heavenly masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανίοις — οὐράνιος heavenly masc/neut dat pl οὐράνιος heavenly masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανίοισι — οὐράνιος heavenly masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) οὐράνιος heavenly masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)