-
1 παν-αλθής
παν-αλθής, ές, Alles heilend, Nic. Ther. 939.
-
2 πολυ-αλθής
πολυ-αλθής, ές, viele Krankheiten heilend, Diosc.
-
3 γυι-αλθής
-
4 εὖ-αλθής
-
5 δυς-αλθής
-
6 ἀν-αλθής
-
7 ἐπ-αλθής
ἐπ-αλθής, ές, heilend, ῥίζα Nic. Th. 500; geheilt, νοῦσον ἔτευξε Nic. Al. 156.
-
8 'λθης
-
9 'λθῆς
-
10 δυσαλθης
21) трудноизлечимый или неизлечимый(ἐπίκηρος καὴ δ. Plat.; νόσοι τραυμάτων Luc.)
2) отравленный, зараженный(γάλα Anth.)
-
11 γυιαλθής
γυι-αλθής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυιαλθής
-
12 δυσαλθής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσαλθής
-
13 παναλθής
πᾰν-αλθής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναλθής
-
14 πολυαλθής
A curing many diseases, Dsc.3.146.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυαλθής
-
15 ἀναλθής
ἀν-αλθής, ἀν-άλθητος unheilbar; nicht heilsam; dah. gefährlich -
16 ἀνάλθητος
ἀν-αλθής, ἀν-άλθητος unheilbar; nicht heilsam; dah. gefährlich -
17 γυιαλθής
-
18 δυςαλθής
δυς-αλθής, ές u. δυς-άλθητος, schwer zu heilen; γάλα, vergiftete Milch -
19 ἐπαλθής
ἐπ-αλθής, ές, heilend; geheilt -
20 εὖαλθής
εὖ-αλθής, ές, leicht zu heilen
- 1
- 2
См. также в других словарях:
'λθῆς — ἀλθῆς , ἀλθεύς healer masc nom pl ἀλθῆς , ἀλθεύς healer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευαλθής — εὐαλθής, ές (Α) 1. αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευίατος, ο ευκολοθεράπευτος 2. αυτός που θεραπεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αλθής (< άλθος «φάρμακο, ίαση» < αλθαίνω «θεραπεύομαι»), πρβλ. δυσ αλθής, ωμ αλθής] … Dictionary of Greek
πολυαλθής — ές, Α αυτός που θεραπεύει πολλές νόσους, ο πολύ ιαματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ* + αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. ευ αλθής, παν αλθής] … Dictionary of Greek
ωμαλθής — ές, Α (για έλκος) αυτός που επουλώθηκε γρηγορότερα από το κανονικό και όχι πλήρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. πολυ αλθής) … Dictionary of Greek
Althes — ALTHES, æ, Gr. Ἄλθης, ου, König der Lelegen, mit dessen Tochter, der Laothoe, Priamus den Lykaon zeugete. Homer. Iliad. Φ. 85 … Gründliches mythologisches Lexikon
παναλθής — παναλθής, ές (Α) αυτός που θεραπεύει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αλθής (< ἄλθος «φάρμακο»)] … Dictionary of Greek