-
1 παν-αλθής
παν-αλθής, ές, Alles heilend, Nic. Ther. 939.
-
2 παναλθής
πᾰν-αλθής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναλθής
-
3 παναλθής
παν-αλθής, ές, alles heilend
См. также в других словарях:
πολυαλθής — ές, Α αυτός που θεραπεύει πολλές νόσους, ο πολύ ιαματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ* + αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. ευ αλθής, παν αλθής] … Dictionary of Greek
παναλθής — παναλθής, ές (Α) αυτός που θεραπεύει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αλθής (< ἄλθος «φάρμακο»)] … Dictionary of Greek