Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπίορκος

См. также в других словарях:

  • ἐπίορκος — sworn falsely masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίορκος — η, ο (AM ἐπίορκος, ον) αυτός που δίνει ψεύτικους όρκους («καίτοι σφόδρα γ’ εἴσ’ ἐπίορκοι», Αριστοφ.) μσν. νεοελλ. αυτός που πάτησε τον όρκο του («ἐπάτησες τὸν ὅρκο σου... κ’ εἶσαι ἄπιστος, ἐφίορκος, στὸν λιζιόν σου, ἀφέντη», Χρον. Mop.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • επίορκος — η, ο που καταπατά τον όρκο του, που αθετεί ένορκη υπόσχεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιόρκως — ἐπίορκος sworn falsely adverbial ἐπίορκος sworn falsely masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίορκον — ἐπίορκος sworn falsely masc/fem acc sg ἐπίορκος sworn falsely neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιορκοτάτους — ἐπίορκος sworn falsely masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιόρκοις — ἐπίορκος sworn falsely masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιόρκου — ἐπίορκος sworn falsely masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιόρκους — ἐπίορκος sworn falsely masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιόρκων — ἐπίορκος sworn falsely masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιόρκῳ — ἐπίορκος sworn falsely masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»