-
1 επίκαιρον
-
2 ἐπίκαιρον
-
3 ἐπί-καιρος
ἐπί-καιρος, zur rechten Zeit, am rechten Orte, gelegen; ἐπικαιρότατος ἰατήρ Pind. P. 4, 270; ἃ μἡ' πίκαιρα μηδὲ συμφέροντα Soph. O. R. 875; τρίποδ' ἀμφίπ υρον λουτρῶν ὁσίων ϑέσϑ' ἐπίκαιρον, zum Bade tauglich, Ai. 1385; τὸ μὲν ἐπικαιρότατον χωρίον πρὸς τὰ ἐπὶ Θρᾴκης ἀποχρῆσϑαι Thuc. 1, 68; νίκη 8, 106; φυλακαί Xen. Mem. 3, 6, 10; τὰ ἐπίκαιρα φυλάσσοντες Hier. 10, 5; τοὺς ἐπικαίρους τῶν τόπων Dem. 18, 27; Folgde. – Auch wie ἐπικαίριος, leicht verwundbar, gefährlich, von Theilen des Körpers, Hippocr.; Arist. gener. an. 4, 1 part. an. 4, 2; auch ἕλκος, Hippocr. – Zeitlich, vorübergehend, Ggstz ἀΐδιος, Stob. fl. 5, 112; ζημία u. ä., Clem. Al. – Adv., Sp.
-
4 злободнеаность
злободнеан||остьж τό ἐπίκαιρον. -
5 злободнеаный
злободнеан||ыйприл ἐπίμαχος, ἐπίκαιρος:\злободнеаныйый вопрос τό ἐπίκαιρον (или τό φλέγον) ζήτημα. -
6 злободневность
[ζλαμπαντνιέβναστ'] ουσ. θ. επίκαιρον -
7 злободневность
[ζλαμπαντνιέβναστ'] ουσ θ επίκαιρον -
8 ἐπίκαιρος
ἐπίκαιρ-ος, ον,A in fit time or place, seasonable, opportune, S.OT 875 (lyr.), Th.6.34;νίκη -οτάτη Id.8.106
; of places, ; τὰ ἐ. advantageous positions, X.Hier.10.5;τοὺς ἐ. τῶν τόπων D. 18.27
, cf. Arist.Pol. 1331a21;Κόρκυρα ἐν -οτάτῳ κειμένη Isoc.15.108
;τὰ ἐνδεχόμενα καὶ -ότατα Arist.Rh. 1396b5
; τοῦ πάθους τὸ ἐ. spontaneous outburst of passion, Longin.18.2: also c.gen., τρίποδα..λουτρῶν ἐπίκαιρον, = καιρὸν ἔχοντα λουτρῶν, convenient for.., S.Aj. 1406 (anap.); ἰατὴρ -ότατος helping in time of need, Pi.P.4.270. Adv.- ως Sm.Ps.9.10
, [comp] Sup.- οτάτως Anon.in Rh.132.8
.2. serious, important, ἐ. σημεῖα important symptoms, Hp.Epid.1.25; ἐς τέκμαρσιν Id.Acut. .3. of parts of the body, vital,ἐν τῷ -οτάτῳ ἀφύλακτον X.Eq.12.7
, cf. Arist.GA 766a24; ἐ. τοῦ ζῆν necessary for life, ib. 719a16; of wounds, dangerous,ἐ. τρῶμα Hp.Fract.11
;ἕλκος Id.Acut.46
. Adv.-ρως, τετρῶσθαι Paus.4.8.4
.4. susceptible to disorders, Gal.Nat.Fac.2.8.II. for a time, temporary, opp. ἀΐδιος, Epict.Gnom.8;ἡ τῆς δόξης ἐ. εὐδαιμονία Vett.Val.130.30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίκαιρος
-
9 ἐπίκαιρος
ἐπί-καιρος, zur rechten Zeit, am rechten Orte, gelegen; τρίποδ' ἀμφίπ υρον λουτρῶν ὁσίων ϑέσϑ' ἐπίκαιρον, zum Bade tauglich. Auch wie ἐπικαίριος, leicht verwundbar, gefährlich, von Teilen des Körpers. Zeitlich: vorübergehend, Ggstz ἀΐδιος
См. также в других словарях:
ἐπίκαιρον — ἐπίκαιρος in fit time masc/fem acc sg ἐπίκαιρος in fit time neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίκαιρος — η, ο (AM ἐπίκαιρος, ον) 1. αυτός που γίνεται σε κατάλληλο χρόνο, έγκαιρος («επίκαιρη συζήτηση») 2. (για τόπο) αυτός που έχει μεγάλη σημασία, ο σπουδαίος, ο σημαντικός για κάποιο σκοπό («επίκαιρα σημεία») νεοελλ. 1. (για ενέργεια) καίριος,… … Dictionary of Greek