Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπίδηλον

См. также в других словарях:

  • ἐπίδηλον — ἐπίδηλος seen clearly masc/fem acc sg ἐπίδηλος seen clearly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'πίδηλον — ἐπίδηλον , ἐπίδηλος seen clearly masc/fem acc sg ἐπίδηλον , ἐπίδηλος seen clearly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίδηλος — ἐπίδηλος, ον (Α) [επιδηλώ] 1. φανερός, κατάδηλος («ἐπίδηλον ἡμῖν τοῖς προσώποισιν ποιεῖν», Αρφ.) 2. αυτός που φανερώνει επερχόμενη κρίση 3. αξιοπρόσεκτος, αξιόλογος («εἰ μηδὲν ἐπίδηλον ποιήσουσιν οἱ ἐργάται», Ξεν.) 4. αυτός που μοιάζει με κάτι,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»