-
1 εποχής
ἐποχέομαιbe carried upon: pres ind act 2nd sg (doric)ἐποχήcheck: fem gen sg (attic epic ionic) -
2 ἐποχῆς
ἐποχέομαιbe carried upon: pres ind act 2nd sg (doric)ἐποχήcheck: fem gen sg (attic epic ionic) -
3 ἐπ-οχή
ἐπ-οχή, ἡ (vgl. ἐπέχω), das Anhalten, Zurückhalten, die Hemmung, τῶν ἐμμήνων Medic.; ἡ κατὰ τὸν πόλεμον, das Unterbrechen, Pol. 38, 2, 3; μετ' ἐποχῆς, im Lauf anhaltend, 10, 21, 4; Plut. u. a. Sp. – Bes. bei den Skeptikern, das Zurückhalten des Beistituntens od. der definitiven Bejahung u. Verneinung, Sezt. Emp. erkl. στάσις διανοίας, δι' ἣν οὔτε αἴρομέν τι οὔτε τίϑεμεν; Plut. oft mit ἀκαταληψία vrbdn, adv. Col. 26; ἄνευ προφάσεως καὶ ἐποχῆς καὶ ὑπερϑέσεως Schol. Ap. Rh. 2, 268. – In der Zeitrechnung ein Haltpunkt od. Abschnitt, den irgend ein bedeutsames Ereigniß macht, ἐποχαί, ἐν αἷς ἑκάστου ῥύμη συντελεῖται Nicom. Harmon. 6. – In der Astronomie ein Ort, den die Himmelskörper zufolge der mittlern Bewegung einnehmen, vgl. Ideler Chronol. I S. 115. Auch die Constellation der Sterne, Ptolem.; vgl. Plut. Rom. 12.
-
4 дух
дух м 1) (сущность) το πνεύμα; в \духе времени στο πνεύμα της εποχής 2) (дыхание) η ανάσα, η αναπνοή перевести \дух παίρνω ανάσα 3) (моральное состояние) το ηθικό, το θάρρος, το κουράγιο η διάθεση, το κέφι (настроение) быть не в духе δεν έχω διάθεση поднять \дух ενθαρρύ νω, εμπνέω θάρρος пасть \духом χάνω το θάρρος μου* * *м1) ( сущность) το πνεύμαв духе вре́мени — στο πνεύμα της εποχής
2) ( дыхание) η ανάσα, η αναπνοήперевести́ дух — παίρνω ανάσα
3) ( моральное состояние) το ηθικό, το θάρρος, το κουράγιο; η διάθεση, το κέφι ( настроение)быть не в ду́хе — δεν έχω διάθεση
подня́ть дух — ενθαρρύνω, εμπνέω θάρρος
пасть духом — χάνω το θάρρος μου
-
5 выгонка
(растений) η καλλιέργεια (οπωρικών/φρούτων, λαχανικών, ανθέων) εκτός εποχήςη καλλιέργεια σε θερμοκήπιαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выгонка
-
6 веяние
веяниес1. ἡ πνοή, τό φύσημα·2. перен ἡ τάση [-ις], ἡ κλίση [-ις], ἡ ροπή:\веяние времени τό πνεύμα τοῦ καιρού, ἡ τάση τῆς ἐποχής·3. (зерна) τό λίχνισμα. -
7 дух
духм1. филос. τό πνεύμα·2. (характерные свойства, сущи́ость) τό πνεύμα:в марксистском \духе στό πνεόμα τοῦ μαρξισμού, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τοῦ μαρ-ξισμοῦ· в \духе времени στό πνεῦμα τής ἐποχής·3. (моральное состояние) τό ήθικό[ν]. τό θάρρος, τό κουράγιο:боевой \дух τό μαχητικό ήθικό, τό πολεμικό πνεῦ-μα· сила \духа ἡ ήθική δύναμη· расположение \духа ἡ διάθεση· присутствие \духа ἡ ἐτοιμότητα τοῦ πνεύματος· падать \духом χάνω τό θάρρος μου· не падай \духом! μή χάνεις τό κουράγιο σου!· собраться с \духом ἀποφασίζω, ἀποτολμὤ воспрянуть \духом συνέρχομαι, ξαναπαίρνω θάρρος· поднимать \дух ἀνεβάζω τό ήθικό, ἐμπνέω θάρρος, ἐνθαρρύνω· упавший \духом ἀποθαρρυμένος, μέ πεσμένο τό ἡθι-κό·4. (дыхание) разг ἡ (ἀνα)πνοή, ἡ ἀνάσα:переводить \дух παίρνω ἀνἀσα, ξεκουράζομαι· у меня \дух захватывает μοῦ κόβεται ἡ ἀνάσα·5. (запах) разг ἡ μυρωδιά, ἡ ὀσμή:тяжелый \дух ἡ βαρείά ὀσμή, ἡ βαρειά μυρωδιά·6. (призрак) τό φάσμα, τό φάντασμα, τό πνεύμα:добрый \дух τό ἀγαθό πνεῦμα· злой \дух τό πονηρό πνεύμα· ◊ \дух противоречия τό πνεῦμα τής ἀντιλογίας· единым \духом ἀπνευστί, μονοκοπανιά· во весь \дух ὁλοταχώς· испустить \дух ξεψυχώ, ἐκπνέω· быть в \духе εἶμαι στά κέφια μου· быть не в \духе δέν ἔχω κέφια, δέν εἶμαι στά κέφια μου· в этом \духе σ' αὐτό τό πνεύμα· у него хватило \духа βρήκε τό θάρρος νά...· не хватило \духу δέν είχε τό κουράγιο, δέν τόλμησε· ни слуху ни \духу ὁὔτε φωνή ὁϋτε ἀκρόαση. -
8 печать
печат||ьж1. ἡ σφραγίδα [-ς], ἡ βοῦλ-λα:государственная \печать ἡ κρατική σφραγίδα·2. перен ἡ σφραγίδα [-ίς]:\печать времени ἡ σφραγίδα τής ἐποχής· \печать позора τό στίγμα τής ἀτιμίας·3. (пресса) ὁ τύπος:свобода \печатьи ἡ ἐλευθερία τοῦ τύπου, ἡ ἐλευθεροτυπία·4. (печатание) ἡ ἐκτύπωση [-ις].-отдать в \печать δίδω προς τύπωση· выйти из \печатьи τυπώνομαι·5. (шрифт) τό στοιχεῖο[ν]:мелкая \печать τά μικρά (τυπογραφικά) στοιχεία· ◊ глубокая \печать ἡ βαθυτυπία. -
9 промысел
про́мыс||елм1. (занятие, ремесло) τό ἐπάγγελμα, ἡ τέχνη, τό ἐπιτήδευμα:кустарный \промысел ἡ βιοτεχνία· рыбный \промысел ἡ ἀλιεία· охотничий \промысел ἡ κυνηγεσία, τό κυνήγι· китобойный \промысел ἡ φαλαινοθηρία· отхожий \промысел ἡ δουλειά τής ἐποχής·2. чаще мн. (предприятие):нефтяные \промыселлы οἱ πετρελαιοπηγές· соляные \промыселлы οἱ ἀλυκές, τά ἀλατωρυχεϊα. -
10 рабочий
рабочий Iм ὁ ἐργάτης, ὁ δουλευτής:поденный \рабочий ὁ μεροκαματιάρης, ὁ ἡμερομίσθιος ἐργάτης· сезонный \рабочий ὁ ἐργάτης τής ἐποχής.рабоч||ий IIприл1. ἐργατικός:\рабочий класс ἡ ἐργατική τάξη [-ις], ἡ ἐργατιά· \рабочийее движение τό ἐργατικό κίνημα· \рабочий» район ἡ ἐργατική συνοικία· из \рабочийей семьи ἀπό ἐργατική οίκογένεια·2. (трудовой, предназначенный для работы) ἐργάσιμος, ἐργατικός, τής ἐργασίας:\рабочий день ἡ ἐργάσιμη ήμερα, ἡ καματερή· \рабочийее время ὠρες τής δουλείας, οἱ ἐργάσιμες ὠρες·\рабочий костюм τά ροῦχα τής δουλειᾶς·\рабочий инструмент τά ἐργαλεία τής δουλείας· \рабочийее место ὁ χώρος τής δουλειδς·3. (производящий полезную работу):\рабочий скот τά ὑποζύγια· \рабочийая пчела ἡ ἐργάτις (μέλισσα)·4. тех. (выполняющий работу):\рабочийее колесо́ ὁ κινητήριος τροχός· \рабочий ход ἡ κίνηση μηχανής· ◊ \рабочийие ру́ки τά ἐργατικά χέρια· \рабочийая сила ἡ ἐργατική δύναμη. -
11 сезонный
сезонн||ыйприл ἐποχιακός, τής ἐποχής:\сезонныйые работы ἐποχιακές ἐργασίες· \сезонныйый билет ж.-д. διαρκές είσιτήριο. -
12 εποχή
η1) эпоха; 2) век;λιθίνη εποχή — каменный век;
3) эра;νέα εποχή — новая эра;
4) время года, сезон;νεκρή εποχή — мёртвый сезон;
εποχή του φθινοπώρου — осенний сезон;
φρούτα της εποχής — сезонные фрукты;
εποχή των λουτρών (των σταφυλιών, των θεάτρων) — купальный (виноградный, театральный) сезон;
εποχή του κυνηγίου — охотничий сезон;
5) время, период;οι εποχές τού έτους — времена года;
εις παλαιοτέρας εποχάς — в старое время;
στην εποχή μας — в наше время;
στην εποχή μου — в моей юности;
καλές εποχές εκείνες — это были хорошие времена;
§ αφήνω εποχή — становиться эпохальным; — иметь большой успех (о литературном произведении, песне и т. п.)
-
13 classical
['klæsikəl] 1. adjective1) ((especially of literature, art etc) of ancient Greece and Rome: classical studies.) κλασικής εποχής2) ((of music) having the traditional, established harmony and/or form: He prefers classical music to popular music.) κλασική (μουσική)3) ((of literature) considered to be of the highest class.) κλασικός•- classic2. noun1) (an established work of literature of high quality: I have read all the classics.) κλασικό έργο2) ((in plural) the language and literature of Greece and Rome: He is studying classics.) κλασικές σπουδές -
14 out of season
(not in season.) εκτός εποχής -
15 period
['piəriəd] 1. noun1) (any length of time: a period of three days; a period of waiting.) περίοδος2) (a stage in the Earth's development, an artist's development, in history etc: the Pleistocene period; the modern period.) περίοδος,εποχή3) (the punctuation mark (.), put at the end of a sentence; a full stop.) τελεία2. adjective(of furniture, costumes etc) of or from the same or appropriate time in history; antique or very old: period costumes; His house is full of period furniture (=antique furniture). εποχής- periodic- periodically
- periodical 3. adjective(see periodic.) -
16 space-age
adjective (extremely up-to-date and advanced: space-age technology.) υπερσύγχρονος,της διαστημικής εποχής -
17 σημερινός
actual(της παρούσης εποχής)actual -
18 анахронизм
-а α.αναχρονισμός, λαθεμένη μεταφορά γεγονότος ή φαινομένου μιας εποχής σε άλλη. || παλιός, ξεπερασμένος,ασύγχρονος. -
19 гладиатор
-а α.μονομάχος (ρωμ. εποχής). -
20 ликтор
-а α.ραβδούχος, ραβδοφόρος (ρομαΐκής εποχής).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐποχῆς — ἐποχέομαι be carried upon pres ind act 2nd sg (doric) ἐποχή check fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek