-
21 новина
-
22 нэпман
-а α.νέπμαν, κερδοσκόπος της εποχής της ΝΕΠ. -
23 пермский
επ.της (πόλης) Περμ, πέρμιος.εκφρ.пермский период ή -ая система – (γεωλ.) πέρμια διάπλαση (η 5η περίοδος της παλαιοζωικής εποχής). -
24 посезонный
επ.της εποχής, εκτελούμενος κατά ορισμένο χρόνο, εποχιακός•-ые работы εποχιακές εργασίες.
-
25 ростр
-а α. παλ.έμβολο πολεμικού σκάφους (ρωμαϊκής εποχής). -
26 сезонный
επ.εποχιακός, της εποχής• της περιόδου•-ые работы εποχιακές εργασίες•
билет εισιτήριο ολόκληρης περιόδου ή διαρκείας.
-
27 современник
-а α. -ца, -ы θ.ο σύγχρονος, της αυτής εποχής. -
28 ἐποχή
A check, cessation,ἡ κατὰ τὸν πόλεμον ἐ. Plb.38.11.2
; μετ' ἐποχῆς with a check, Id.10.23.4 ; ἐποχὰς ποιεῖν..τῆς προκοπῆς to check advance, Plu.2.76d, cf. Plot.6.2.13.2 retention,σπέρματος Gal.8.420
;οὔρων Philum.Ven.25.2
;σκυβάλων Sor.2.20
; ἀναπνοῆς (in hysteria) ib.26 ;γαστρός Gal.6.315
; but ἐ. ἐμμήνων suppression (not retention) of the menses, Sor.2.6, al.II Philos., suspension of judgement, Metrod.Herc.831.6, Chrysipp.Stoic.2.39, Cic.Acad.Pr. 2.18.59, Arr.Epict.1.4.11, S.E.P.1.10, Gal.1.40, etc.III stoppage, pause, of light during an eclipse, Plu.2.923b.2 Astron., position as referred to celestial or terrestrial latitude and longitude, Ptol.Alm.7.4, 12.8 ; πόλεων ib.2.13 (pl.); ἀστέρων ἐποχαί positions (longitudes) of stars in a horoscope, Plu.Rom.12 ; αἱ φαινόμεναι τῆς σελήνης ἐ., opp. αἱ οὖσαι, Procl.Hyp.4.49.b fixed point in time in reference to which positions are defined and from which their changes are computed, epoch, Ptol.Alm.3.9 ; perh. also position at such a fixed point (also called epoch), ib.3.7.3 in Musical theory, period of vibration, Nicom.Harm.3(pl.). -
29 ἐποχή
ἐπ-οχή, ἡ, das Anhalten, Zurückhalten, die Hemmung; ἡ κατὰ τὸν πόλεμον, das Unterbrechen; μετ' ἐποχῆς, im Lauf anhaltend. Bes. bei den Skeptikern, das Zurückhalten des Beistimmens od. der definitiven Bejahung u. Verneinung. In der Zeitrechnung ein Haltpunkt od. Abschnitt, den irgend ein bedeutsames Ereignis macht. In der Astronomie ein Ort, den die Himmelskörper zufolge der mittlern Bewegung einnehmen. Auch die Konstellation der Sterne
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐποχῆς — ἐποχέομαι be carried upon pres ind act 2nd sg (doric) ἐποχή check fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek