-
1 εποχή
ἐποχέομαιbe carried upon: pres subj mp 2nd sgἐποχέομαιbe carried upon: pres ind mp 2nd sgἐποχέομαιbe carried upon: pres subj mp 2nd sgἐποχέομαιbe carried upon: pres ind mp 2nd sgἐποχέομαιbe carried upon: pres subj act 3rd sgἐποχήcheck: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἐποχῇ
ἐποχέομαιbe carried upon: pres subj mp 2nd sgἐποχέομαιbe carried upon: pres ind mp 2nd sgἐποχέομαιbe carried upon: pres subj mp 2nd sgἐποχέομαιbe carried upon: pres ind mp 2nd sgἐποχέομαιbe carried upon: pres subj act 3rd sgἐποχήcheck: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 εποχή
-
4 ἐποχή
-
5 ἐποχή
A check, cessation,ἡ κατὰ τὸν πόλεμον ἐ. Plb.38.11.2
; μετ' ἐποχῆς with a check, Id.10.23.4 ; ἐποχὰς ποιεῖν..τῆς προκοπῆς to check advance, Plu.2.76d, cf. Plot.6.2.13.2 retention,σπέρματος Gal.8.420
;οὔρων Philum.Ven.25.2
;σκυβάλων Sor.2.20
; ἀναπνοῆς (in hysteria) ib.26 ;γαστρός Gal.6.315
; but ἐ. ἐμμήνων suppression (not retention) of the menses, Sor.2.6, al.II Philos., suspension of judgement, Metrod.Herc.831.6, Chrysipp.Stoic.2.39, Cic.Acad.Pr. 2.18.59, Arr.Epict.1.4.11, S.E.P.1.10, Gal.1.40, etc.III stoppage, pause, of light during an eclipse, Plu.2.923b.2 Astron., position as referred to celestial or terrestrial latitude and longitude, Ptol.Alm.7.4, 12.8 ; πόλεων ib.2.13 (pl.); ἀστέρων ἐποχαί positions (longitudes) of stars in a horoscope, Plu.Rom.12 ; αἱ φαινόμεναι τῆς σελήνης ἐ., opp. αἱ οὖσαι, Procl.Hyp.4.49.b fixed point in time in reference to which positions are defined and from which their changes are computed, epoch, Ptol.Alm.3.9 ; perh. also position at such a fixed point (also called epoch), ib.3.7.3 in Musical theory, period of vibration, Nicom.Harm.3(pl.). -
6 εποχη
ἥ1) остановка, задержка, прекращение(ἥ κατὰ τὸν πόλεμον ἐ. Polyb.)
ἐποχὰς ποιεῖν τινος Plut. — прекратить что-л.3) задержка лучей ( при затмении) Plut.4) астр. взаимное положение небесных светил, констелляция(ἀστέρων ἐποχαί Plut.)
5) поздн. эпоха -
7 εποχή
η1) эпоха; 2) век;λιθίνη εποχή — каменный век;
3) эра;νέα εποχή — новая эра;
4) время года, сезон;νεκρή εποχή — мёртвый сезон;
εποχή του φθινοπώρου — осенний сезон;
φρούτα της εποχής — сезонные фрукты;
εποχή των λουτρών (των σταφυλιών, των θεάτρων) — купальный (виноградный, театральный) сезон;
εποχή του κυνηγίου — охотничий сезон;
5) время, период;οι εποχές τού έτους — времена года;
εις παλαιοτέρας εποχάς — в старое время;
στην εποχή μας — в наше время;
στην εποχή μου — в моей юности;
καλές εποχές εκείνες — это были хорошие времена;
§ αφήνω εποχή — становиться эпохальным; — иметь большой успех (о литературном произведении, песне и т. п.)
-
8 εποχή
[эпохи] ουσ θ эпоха, время года. -
9 εποχή
la temporada -
10 ἐποχή
ἐπ-οχή, ἡ, das Anhalten, Zurückhalten, die Hemmung; ἡ κατὰ τὸν πόλεμον, das Unterbrechen; μετ' ἐποχῆς, im Lauf anhaltend. Bes. bei den Skeptikern, das Zurückhalten des Beistimmens od. der definitiven Bejahung u. Verneinung. In der Zeitrechnung ein Haltpunkt od. Abschnitt, den irgend ein bedeutsames Ereignis macht. In der Astronomie ein Ort, den die Himmelskörper zufolge der mittlern Bewegung einnehmen. Auch die Konstellation der Sterne -
11 εποχή
1) âge2) époque3) saison -
12 εποχή
1) epoka (f) rzecz.2) okres (m) rzecz.3) starość (f) rzecz.4) wiek (m) rzecz. -
13 εποχή
1) doba2) epocha3) období4) stáří5) věk -
14 εποχή
1) age2) epoch3) eraΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εποχή
-
15 λίθινη εποχή
камено времеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > λίθινη εποχή
-
16 époque
εποχή -
17 epocha
εποχή -
18 epoch
εποχή -
19 era
εποχή -
20 epoka
εποχή
См. также в других словарях:
Εποχή — (epoche) (греч.) воздержание от суждения. см. Эпохе. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
ἐποχή — check fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποχή — η (AM ἐποχή) 1. το σημείο τού ουράνιου θόλου όπου ο αστέρας φαίνεται ότι διακόπτει την κίνησή του και μένει ακίνητος στο ζενίθ τής τροχιάς του 2. καθεμιά από τις τέσσερεις, ίσες κατά προσέγγιση, υποδιαιρέσεις τού έτους νεοελλ. 1. χρονική περίοδος … Dictionary of Greek
εποχή — η 1. χρονική περίοδος στην οποία συνέβη κάποιο σημαντικό γεγονός, από το οποίο και ονομάζεται αυτή: Εποχή της γαλλικής επανάστασης. 2. καθένα από τα μεγάλα χρονικά διαστήματα στα οποία υποδιαιρείται η ιστορία της εξέλιξης του ανθρώπινου βίου, το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐποχῇ — ἐποχέομαι be carried upon pres subj mp 2nd sg ἐποχέομαι be carried upon pres ind mp 2nd sg ἐποχέομαι be carried upon pres subj mp 2nd sg ἐποχέομαι be carried upon pres ind mp 2nd sg ἐποχέομαι be carried upon pres subj act 3rd sg ἐποχή check fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… … Dictionary of Greek
παλαιολιθική εποχή — Το πρώτο και μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μέρος της εποχής του λίθου. Η π.ε. τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του πλειστόκαινου και οι αρχές της ανάγονται, συμβατικά βέβαια, γύρω στα 600.000 π.Χ. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η… … Dictionary of Greek
σιδήρου, εποχή του- — Προϊστορική εποχή, που χαρακτηρίζεται από τη χρήση εργαλείων και όπλων φτιαγμένων από το μέταλλο αυτό. Η επεξεργασία του σίδηρου, που ήταν σπανιότατη και χρησιμοποιούνταν μόνο για διακοσμητικά αντικείμενα, χρονολογείται στην Εγγύς Ανατολή από την … Dictionary of Greek
μουστέριο ή μουστιαία εποχή — Πολιτισμός της μέσης Παλαιολιθικής εποχής, που πήρε το όνομα από τον βράχο Le Moustier στην Ντορντόν (νότια Γαλλία). Η ακμή του τοποθετείται κατά τη διάρκεια της τελευταίας παγετώδους φάσης, που αντιστοιχεί στο μέσο πλειστόκαινο. To μ. είναι… … Dictionary of Greek
ακάδια εποχή — Η μεσαία από τις τρεις γεωλογικές εποχές ή βαθμίδες της καμβρίου (βλ. λ.) περιόδου που πήρε το όνομά της από την Ακαδία, παλαιά ονομασία της περιοχής Νιου Μπράουνσγουιγκ και Νόβα Σκότια του Καναδά. Τα στρώματα της α.ε. χαρακτηρίζονται από… … Dictionary of Greek
Νέα Εποχή — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία εφημερίδα (1858 70), με έδρα αρχικά την Κέρκυρα και έπειτα την Κεφαλλονιά. 2. Εβδομαδιαία πολιτική και οικονομική εφημερίδα (1924 28). Ιδρύθηκε από τον Ηρ. Μάλλωση με έδρα την Αθήνα … Dictionary of Greek