-
1 εποπτεία
ἐποπτείᾱ, ἐποπτείαhighest grade of initiation at the Eleusinian mysteries: fem nom /voc /acc dualἐποπτείᾱ, ἐποπτείαhighest grade of initiation at the Eleusinian mysteries: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἐποπτείᾱͅ, ἐποπτείαhighest grade of initiation at the Eleusinian mysteries: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 εποπτεια
ἥ культ. «созерцание» ( третья и высшая ступень посвященности в Элевсинские мистерии) Plut. -
3 εποπτεία
-
4 ἐποπτεία
Βλ. λ. εποπτεία -
5 ἐποπτείᾳ
Βλ. λ. εποπτεία -
6 εποπτεία
[эпоптиа] ουσ θ надзор, наблюдение. -
7 ἐποπτεία
ἐποπτ-εία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐποπτεία
-
8 ἐποπτεία
ἐπ-οπτεία, ἡ, das Daraufhinsehen, Beschauen, in den eleusinischen Mysterien die höhere Weihe -
9 εποπτείας
ἐποπτείᾱς, ἐποπτείαhighest grade of initiation at the Eleusinian mysteries: fem acc plἐποπτείᾱς, ἐποπτείαhighest grade of initiation at the Eleusinian mysteries: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 ἐποπτείας
ἐποπτείᾱς, ἐποπτείαhighest grade of initiation at the Eleusinian mysteries: fem acc plἐποπτείᾱς, ἐποπτείαhighest grade of initiation at the Eleusinian mysteries: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 надзор
надзорм ἡ ἐπίβλεψη [-ις], ἡ ἐποπτεία, ἡ ἐπιτήρηση [-ις]:технический \надзор ἡ τεχνική ἐποπτεία· санитарный \надзор ὁ ὑγειονομικός Ελεγχος· находиться под \надзором βρίσκομαι ὑπό ἐπιτήρηση. -
12 εποπτείαν
ἐποπτείᾱν, ἐποπτείαhighest grade of initiation at the Eleusinian mysteries: fem acc sg (attic doric aeolic) -
13 ἐποπτείαν
ἐποπτείᾱν, ἐποπτείαhighest grade of initiation at the Eleusinian mysteries: fem acc sg (attic doric aeolic) -
14 надзор
-а α.επιτήρηση, επίβλεψη, επιστασία, εποπτεία, εφορεία•быть под -ом είμαι υπο επιτήρηση•
установить надзор βάζω υπό επιτήρηση•
санитарный надзор υγειονομική εποπτεία•
технический надзор οι τεχνικοί επόπτες.
-
15 инспектирование
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инспектирование
-
16 надзор
η επίβλεψηη εποπτείαο έλεγχοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > надзор
-
17 επόπτευση
[ης (-εως)] η см. εποπτεία 1 -
18 εφορεία
η1) инспекция (учреждение);(οίκονομική) εφορεία — финансовая инспекция;
2) см. εποπτεία;3) попечительство; 4):εφορεία υλικού πολέμου — воен, материально-технический отдел
-
19 εποπτείαις
-
20 ἐποπτείαις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐποπτεία — ἐποπτείᾱ , ἐποπτεία highest grade of initiation at the Eleusinian mysteries fem nom/voc/acc dual ἐποπτείᾱ , ἐποπτεία highest grade of initiation at the Eleusinian mysteries fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποπτείᾳ — ἐποπτείᾱͅ , ἐποπτεία highest grade of initiation at the Eleusinian mysteries fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποπτεία — η (AM ἐποπτεία) [εποπτεύω] νεοελλ. επίβλεψη, επιτήρηση («ἐχει την εποπτεία όλης τής επιχειρήσεως») μσν. νεοελλ. 1. η κατ’ αίσθηση αντίληψη ενός αντικειμένου που περιλαμβάνει όλα τα διακριτικά του γνωρίσματα («εποπτεία ζωγραφικού πίνακα») 2. σαφής … Dictionary of Greek
εποπτεία — η 1. επίβλεψη, επιτήρηση, επιστασία: Εποπτεία των τελωνείων. 2. (ψυχ.), εικόνα αντικειμένου αντιληπτού με τις αισθήσεις η οποία περιλαμβάνει όλα τα διακριτικά του γνωρίσματα: Εποπτεία ζωγραφικού πίνακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐποπτείας — ἐποπτείᾱς , ἐποπτεία highest grade of initiation at the Eleusinian mysteries fem acc pl ἐποπτείᾱς , ἐποπτεία highest grade of initiation at the Eleusinian mysteries fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποπτείαν — ἐποπτείᾱν , ἐποπτεία highest grade of initiation at the Eleusinian mysteries fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποπτείαις — ἐποπτεία highest grade of initiation at the Eleusinian mysteries fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
αδικοπραξία ή αδικοπραγία — Η ανθρώπινη συμπεριφορά που αντίκειται στους σκοπούς της έννομης τάξης και απαγορεύεται από τον νόμο. Η α. είναι έννοια πλατύτερη από το αδίκημα, γιατί α. μπορεί να υπάρχει και χωρίς υπαίτια συμπεριφορά. Κάθε αστικό αδίκημα είναι α., κάθε όμως α … Dictionary of Greek
INVISERE et Viscre mysteria — Latinis Scriptoribus passim est simpliciter μυεῖςθαι, h. e. inittari Sacis Eleusinis. Non raro enim ἐπόπτευσιν cum μυἠσει confundunt Auctores, inter quos Tertullian. adv. Valentin. Epoptas vocat, qui Mysta tantum erant, et Seneca, cum air,… … Hofmann J. Lexicon universale
απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… … Dictionary of Greek