-
1 οικονομικη
-
2 οικονομική
-
3 οἰκονομικῇ
-
4 οικονομική
οἰκονομικόςpractised in the management of a household: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 οἰκονομική
οἰκονομικόςpractised in the management of a household: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 οικονομική
η см. οικονομολογία -
7 οικονομική
iktisat bilimi, ekonomi -
8 οικονομική
economicsΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > οικονομική
-
9 экономический
επ.1. οικονομικός•экономический базис οικονομική βάση•
-ие законы οικονομικοί νόμοι•
-ое сотрудничество οικονομική συνεργασία•
-ие требования οικονομικές διεκδικήσεις•
-ая география οικονομική γεωγραφία•
-совет οικονομικό συμβούλιο.
2. βλ. экономный (2 σημ.).3. βλ. экономичный.4. του τσι-φλικάδικου νοικοκυριού. -
10 зольник
1. (поддувало) η τεφροδόχος 2. кож. το ασβεστούχο υγρό. свежий - φρέσκο -, νωπό - 3. (ёмкость) η λεκάνη ασβεστίου зольность η περιεκτικότητα σε τέφρα зона 1. (определённое пространство, характеризующееся каким-л. общим признаком) η περιοχή, η ζώνη, το τμήμα* активная - (ядерного реактора) το ενεργό τμήμα, η ενεργητική ζώνη (του πυρηνικού αντιδραστήρα)- воспроизводства (ядерного реактора) η ζώνη αναπαραγωγής (του πυρηνικού αντιδραστήρα)запретная - απαγόρευσης, απαγορευτική -координатная (геод.) - των συντεταγμένων- молчания (ак.рад.) - σιγήςоколошовная (ев) - πλησίον της ραφής, κοντά στη ραφήпограничная - η μεθόριος, η συνοριακή ζώνη- размытости (тлв.) - θολότητας2. (на магнитной ленте) η ζώνη (της μαγνητικής ταινίας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зольник
-
11 положение
1. (расположение в пространстве, местонахождение) η θέση, το στίγμα 2. (место, роль отдельного человека в обществе) η θέση 3. (состояние, обусловленное какими-л. обстоятельствами) η κατάστασ/ηфинансовое - см. экономическое -4. (обстановка общественной жизни) η κατάσταση 5. (свод правил, законов по определенному вопросу) о κανονισμός, о κώδικας 6 (утверждение, мысль, тезис) η θέση, το αξίωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > положение
-
12 соглашение
η συμφωνί/αмежгосударственное - μεταξύ των χωρών, διακρατική -- об обмене научно-технической информацией - ανταλλαγής και ενημέρωσης στα επιστημονικά και τεχνικά θέματαтрёхстороннее - τρίπλευρη/τρι-μερής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соглашение
-
13 сотрудничество
η συνεργασί/αη σύμπραξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сотрудничество
-
14 экономика
1. (учебная и научная дисциплина) τα οικονομικά, η οικονομική επιστήμη, η οικονομολογία, η οικονομική 2. (народное хозяйство) η οικονομί/αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > экономика
-
15 депрессия
депрессия ж Ι): экономическая \депрессия η οικονομική κάμψη 2) мед. η κατάθλιψη* * *ж1)экономи́ческая депре́ссия — η οικονομική κάμψη
2) мед. η κατάθλιψη -
16 достаток
достаток м η ευημερία, η οικονομική άνεση жить в \достатокке ευημερώ, ζω άνετα* * *мη ευημερία, η οικονομική άνεσηжить в доста́токке — ευημερώ, ζω άνετα
-
17 кризис
кризис м в рази. знач. η κρίση· экономический \кризис η οικονομική κρίση* * *м в разн. знач.η κρίσηэкономи́ческий кри́зис — η οικονομική κρίση
-
18 экономика
-
19 материальный
материальн||ыйприл1. οἰκονομικός:\материальныйое положение ἡ οἰκονομική κατάσταση [-ις]· \материальныйая помощь ἡ χρηματική βοήθεια· \материальныйая зависимость ἡ οἰκονομική ἐξάρτηση· \материальныйые условия οἱ συνθήκες τής ὑλικής ζωής· испытывать \материальныйые затруднения δοκιμάζω οίκονομικές δυσκολίες·2. филос. ὑλικός:\материальныйый мир ὁ ὑλικός κόσμος· ◊ \материальныйая часть тех. τό ὑλικόν, ἡ σκευή. -
20 οικονομικός
η, ό[ν]1) экономический; финансовый;οικονομικά μέσα — финансовые средства;
οικονομική ανεξαρτησία — экономическая независимость;
οικονομικός αποκλεισμός — экономическая блокада;
οικονομικός εκβιασμός — экономический шантаж;
2) экономичный, выгодный; дешёвый;οικονομικές τιμές — доступные цены;
αυτό το ύφασμα είναι πολύ οικονομικό — эта ткань очень дешёвая;
περνάει οικονομική ζωή — он очень скромно живёт
См. также в других словарях:
οικονομική πολιτική — Το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες το κράτος ρυθμίζει τις πρωτοβουλίες των ατόμων και των ιδιωτικών επιχειρήσεων και τροποποιεί τις γενικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσονται αυτές, ώστε να πετύχει ορισμένους σκοπούς. Για να το κατορθώσει … Dictionary of Greek
Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — (ΟΚΕ). Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με συμβουλευτική αρμοδιότητα. Τα μέλη εκπροσωπούν τους διάφορους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής των κρατών μελών και διορίζονται για 4 έτη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με πρόταση των… … Dictionary of Greek
οἰκονομικῇ — οἰκονομικός practised in the management of a household fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκονομική — οἰκονομικός practised in the management of a household fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικονομική πρόβλεψη — Στατιστική έρευνα που επιτρέπει να καθορίσουμε με μια κάποια προσέγγιση τη μελλοντική πορεία μερικών οικονομικών μεταβλητών, ξεκινώντας από τη γνώση ορισμένων σχετικών δεδομένων του παρόντος και του παρελθόντος. Από τους πιο κοινούς τρόπους… … Dictionary of Greek
ανάπτυξη, οικονομική — Έκφραση που σημαίνει γενικά τη δυναμική τάση ενός οικονομικού συστήματος. Με αυτήν ακριβώς την έννοια η ο.α. αποτέλεσε σημαντικό πρόβλημα της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης, συνδεδεμένο με άλλα προβλήματα, όπως της αναπαραγωγής, των διακυμάνσεων … Dictionary of Greek
αισιόδοξη οικονομική σχολή — Σχολή της πολιτικής οικονομίας που υποστήριξε ότι με την οικονομική εξέλιξη θα υπάρξουν ευεργετικά αποτελέσματα για όλες τις τάξεις της κοινωνίας. Κυριότεροι εκπρόσωποι της υπήρξαν ο Γάλλος γιατρός και οικονομολόγος Φρανσουά Κενέ (1694 1774), ο… … Dictionary of Greek
δυναμική οικονομική — Μελέτη των διακυμάνσεων του οικονομικού συστήματος κατά τη διαδρομή του χρόνου. Πριν από μερικές δεκαετίες η πλειονότητα των οικονομολόγων περιοριζόταν στη μελέτη της φιλελεύθερης –κυρίως συναλλακτικής– οικονομίας ως ένος στατικού μηχανισμού.… … Dictionary of Greek
κλασική οικονομική σχολή — Σχολή οικονομικής ερμηνείας των πολιτικών γεγονότων που είχε ως αφετηρία τους φυσιοκράτες, συνεχίστηκε με τους Σμιθ, Μάλθους, Ρικάρντο, Μπαστιά, Μιλ και είχε υποστηρικτές έως τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο. Βλ. λ. εμποροκρατία· Μάλθους, Τόμας Ρόμπερτ,… … Dictionary of Greek
μονεταρισμός — Οικονομική θεωρία και η οικονομική πολιτική που προκύπτει από αυτήν (ο όρος προκύπτει από την αγγλική λέξη monetary, νομισματικός). Δίνει έμφαση στην προσφορά χρήματος και τον τρόπο που επιδρά σε μια οικονομία, ειδικότερα στις τιμές, την παραγωγή … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek