-
1 τεχνική
-
2 τεχνικῇ
-
3 τεχνική
η техника -
4 τεχνική
τεχνικόςartistic: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 τεχνική
[тэхники] συσ. Θ. техникаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τεχνική
-
6 τεχνική
[тэхники] ουσ θ техника. -
7 τεχνική
1) jargon2) technique -
8 τεχνική
1) technika (f) rzecz.2) technologia (f) rzecz. -
9 τεχνική
technika -
10 τεχνική
techniqueΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τεχνική
-
11 ανώτατη τεχνική σχολή
ηFachhochschule f -
12 technika
τεχνική -
13 technique
τεχνική -
14 technika
τεχνική -
15 teknik
τεχνική, τεχνικός -
16 техника
техник||аас1. ἡ τεχνική, ἡ τέχνη, ἡ δεξιοτεχνία:музыкальная \техника ἡ μουσική ἐπιδεξιότητα· \техника шахматной игры ἡ τέχνη τοῦ σκακιοῦ· овладеть \техникаой κατακτώ τήν τεχνική· 2 (оборудование) ὁ τεχνικός ἐξοπλισμός, ἡ τεχνική/ воен. τά μηχανικά πολεμικά μέσα:использовать \техникау в сельском хозяйстве χρησιμοποιώ τήν τεχνική στήν ἀγροτική οἰκονομία· ◊ \техника безопасности μέτρα προστασίας ἀπό δυστυχήματα -
17 мелиорация
η έγγειο βελτίωσητα εγγειοβελτιωτικά έργα* агротехническая - αγρο-τεχνική -химическая - χημ^ή -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мелиорация
-
18 училище
η σχολή(военизированное) - των ναυτικών δοκίμων (относится к высшим учебным заведениям Греции и соответствует Морской Академии)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > училище
-
19 электроника
η ηλεκτρονική (επιστήμη, τεχνική)техническая - τεχνική -, τεχνολογική -транзисторная - των κρυσταλλολυχνίων/τρανζί-στορРусско-греческий словарь научных и технических терминов > электроника
-
20 образование
I образование Ι с (просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωση· начальное (среднее. высшее) \образование η στοιχειώδης ( μέση, ανώτατη) εκπαίδευση· техническое \образование η τεχνική μόρφωση* получить \образование αποφοιτώ, τελειώνω τις σπουδές μου II образование II с (создание) ο σχηματισμός* * *I с( просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωσηнача́льное (сре́днее, вы́сшее) образова́ние — η στοιχειώδης (μέση, ανώτατη) εκπαίδευση
техни́ческое образова́ние — η τεχνική μόρφωση
II сполучи́ть образова́ние — αποφοιτώ, τελειώνω τις σπουδές μου
( создание) ο σχηματισμός
См. также в других словарях:
τεχνική — η 1.το σύνολο των μεθόδων και κανόνων με τους οποίους γίνεται ένα τεχνικό ή καλλιτεχνικό έργο: Η τεχνική της κατεδάφισης. – Η τεχνική της ζωγραφικής. 2. τα γνωρίσματα της εργασίας ενός τεχνίτη ή καλλιτέχνη: Η τεχνική του Σοπέν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεχνική — η, Ν 1. το σύνολο τών εργαλείων και τών μεθόδων παραγωγής που αναπτύχθηκαν στη διάρκεια τής ιστορίας 2. το σύνολο τών διεργασιών που χρησιμοποιούνται στην άσκηση ενός επαγγέλματος, μιας τέχνης, μιας επιστήμης για να επιτευχθεί ορισμένο αποτέλεσμα … Dictionary of Greek
τεχνικῇ — τεχνικός artistic fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνική — τεχνικός artistic fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεοφωνία — Τεχνική λήψης, εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου, που αποβλέπει να δώσει στον ακροατή την αίσθηση της κατανομής στο χώρο των αρχικών ηχητικών πηγών. Η σ. βασίζεται επί της αρχής του εντοπισμού της ηχογόνου πηγής, δηλαδή επί του φαινόμενου της… … Dictionary of Greek
εγκαυστική — Τεχνική της ζωγραφικής, η οποία χρησιμοποιεί το λιωμένο κερί ως συνδετική ύλη των χρωστικών ουσιών. Η ε. ήταν γνωστή και κατά την αρχαιότητα και χρησίμευε κυρίως για την εκτέλεση ζωγραφικών έργων πάνω σε μάρμαρο αλλά και σε ξύλο. Ο Πλίνιος στη… … Dictionary of Greek
αναδρομή — Τεχνική της λογοτεχνικής γραφής, και ιδίως της αφηγηματικής πεζογραφίας (ονομάζεται επίσης ανάληψη ή αναδρομική αφήγηση). Συνίσταται στο ότι ο συγγραφέας εγκαταλείπει προσωρινά τη χρονολογικά ιεραρχημένη καταγραφή των συμβάντων του μύθου του… … Dictionary of Greek
γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… … Dictionary of Greek
ελαιογραφία — Τεχνική της ζωγραφικής που διαδόθηκε από τον 15o αι. και έχει επικρατήσει έως τη σύγχρονη εποχή. Δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο πότε και πού πρωτοεμφανίστηκε. Ο Βαζάρι αποδίδει την ε. στον Γιαν Βαν Άικ και υποστηρίζει ότι ήταν ο πρώτος ο οποίος… … Dictionary of Greek
μπατίκ — Τεχνική που μεταχειρίζονται στην Ιάβα για να βάφουν βαμβακερά υφάσματα με χρωματιστά σχέδια. Με ένα μικρό εργαλείο που αποκαλείται τζάντινγκ, απλώνεται στο ύφασμα ένα στρώμα υγρού κεριού στο τμήμα που αντιστοιχεί προς το σχέδιο το οποίο πρόκειται … Dictionary of Greek
παστέλ ή κρητιδογροφία — Τεχνική σχεδίου που χρησιμοποιεί μικρά κονδύλια που αποτελούνται από χρωστική ουσία αναμεμειγμένη με ένα συνδετικό μέσο (κόλλα, κερί κ.ά.). Επειδή το ποσοστό του συνδετικού μέσου είναι ελάχιστο, μόλις που να εξασφαλίζει την προσκόλληση του… … Dictionary of Greek