-
1 εποποιία
ἐποποιΐᾱ, ἐποποιίαepic poetry: fem nom /voc /acc dualἐποποιΐᾱ, ἐποποιίαepic poetry: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἐποποιΐαι, ἐποποιίαepic poetry: fem nom /voc plἐποποιΐᾱͅ, ἐποποιίαepic poetry: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 εποποιια
ἥ эпическая поэзия, эпопея(ὅ λόγος ἐς τέν ἐποποιΐην εὐπρεπής Her.; ἃ ἐ. ἔχει, ὑπάρχει τῇ τραγῳδίᾳ Arst.)
-
3 ἐποποιία
Βλ. λ. εποποιία -
4 ἐποποιίᾳ
Βλ. λ. εποποιία -
5 εποποιία
η эпос; эпопея (тж. перен.) -
6 εποποιία
[эпопииа] ουσ θ эпопея. -
7 ἐποποιία
II divination by means of Homeric verses, PMag. Berol.1.328.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐποποιία
-
8 ἐποποιΐα
ἐπο-ποιΐα, ἡ, Verfertigung eines epischen Gedichts; das epische Gedicht selbst -
9 εποποιίας
ἐποποιΐᾱς, ἐποποιίαepic poetry: fem acc plἐποποιΐᾱς, ἐποποιίαepic poetry: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 ἐποποιίας
ἐποποιΐᾱς, ἐποποιίαepic poetry: fem acc plἐποποιΐᾱς, ἐποποιίαepic poetry: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 εποποιίαι
ἐποποιΐαι, ἐποποιίαepic poetry: fem nom /voc plἐποποιΐᾱͅ, ἐποποιίαepic poetry: fem dat sg (attic doric aeolic) -
12 ἐποποιίαι
ἐποποιΐαι, ἐποποιίαepic poetry: fem nom /voc plἐποποιΐᾱͅ, ἐποποιίαepic poetry: fem dat sg (attic doric aeolic) -
13 εποποιίαν
-
14 ἐποποιίαν
-
15 εποποιίην
-
16 ἐποποιίην
-
17 παθητικός
A capable of emotion,δύναμις Ti.Locr.102e
, cf. Porph.Abst.2.39, Jul.Or.6.183d: c. gen. rei, capable of feeling, Arist. EN 1105b24.2 sensuous, impassioned, pathetic, ; ; ἐκ τῶν π. λέγειν describe the symptoms of emotion, ib. 1417a36; τὸ π. emotional style, Cic. Orat.37. Adv.-κῶς, λέγειν Arist.Rh. 1408a24
; π. εἰρῆσθαι ib. 1395a21.II receptive, passive, opp. ποιητικός, Id.GC 324a7, Metaph. 1021a15, Ph. 255a35, al.; π. ποιότητες affective, Id.Cat. 9a28; τὸ π. μόριον (sc. τῆς ψυχῆς) emotional, Id.Pol. 1254b8, cf. Ph. 202a23, al.; liable to πάθη, [ζῷα] Thphr. CP1.22.3; τῆς ψυχῆς τὸ φανταστικὸν καὶ π. Zeno Stoic.1.56. Adv. -κῶς, σώματα π. κινούμενα passively, without resistance or effort, Plu.2.1111e;χωρεῖν Iamb.Myst.1.18
.2 Gramm., passive,ῥήματα D.H.Amm. 2.2
, cf. 7, A.D.Synt.150.19, al. Adv. - κῶς in the passive, ib.276.20.4 π. στέγνωσις morbid constriction of the pores, Sor.1.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παθητικός
См. также в других словарях:
ἐποποιία — ἐποποιΐᾱ , ἐποποιία epic poetry fem nom/voc/acc dual ἐποποιΐᾱ , ἐποποιία epic poetry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποποιίᾳ — ἐποποιΐαι , ἐποποιία epic poetry fem nom/voc pl ἐποποιΐᾱͅ , ἐποποιία epic poetry fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποποιία — η (AM ἐποποιία, Α και ἐποποιίη) 1. η σύνθεση επικού ποιήματος 2. η επική ποίηση, το έπος («τὰ εἴδη ταυτὰ δεῑ ἔχειν τὴν ἐποποιίαν τῇ τραγῳδίᾳ», Αριστοτ.) νεοελλ. σειρά κατορθωμάτων ή ηρωικών πράξεων τα οποία θα άξιζε να υμνηθούν με τη σύνθεση… … Dictionary of Greek
εποποιία — η 1. η συγγραφή επικού ποιήματος (έπους), καθώς και το ίδιο το επικό ποίημα και η επική ποίηση. 2. μτφ., ηρωικό κατόρθωμα άξιο επικού ποιήματος: Η εποποιία του Πολυτεχνείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐποποιίας — ἐποποιΐᾱς , ἐποποιία epic poetry fem acc pl ἐποποιΐᾱς , ἐποποιία epic poetry fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποποιίαν — ἐποποιΐᾱν , ἐποποιία epic poetry fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ἐποποιίαι — ἐποποιΐαι , ἐποποιία epic poetry fem nom/voc pl ἐποποιΐᾱͅ , ἐποποιία epic poetry fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποποιικός — ἐποποιικός, ή, όν (Α) [εποποιία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εποποιία … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κλασικός κύκλος — Σύνολο επικών έργων, που γράφτηκαν κατά τον Μεσαίωνα, με θέματα πρόσωπα και περιπέτειες της κλασικής αρχαιότητας. Στα έργα, που ήταν εμπνευσμένα από τη ζωή των ιπποτών ή από σκανδιναβικές και ανατολικές παραδόσεις, προστέθηκαν, κατά τα τέλη του… … Dictionary of Greek