-
1 эпопея
-и θ.εποποιία, επικό ποίημα•эпопеяи гомера οι εποποιίες του Ομήρου. || μεγάλο λογοτεχνικό έργο. || μεγάλα γεγονότα•эпопея гражданской войны η εποποιία του εμφυλίου πολέμου.
-
2 эпопея
литер. η εποποιία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эпопея
-
3 эпопея
эпопеяж ἡ ἐποποιία. -
4 saga
(a long, detailed story: I expect he told you the saga of his troubles.) εποποιία, έπος -
5 эпопея
[επαπιέγια] ουσ. θ. εποποιία -
6 эпопея
[επαπιέγια] ουσ θ εποποιία -
7 былинный
επ.επικός•былинный эпос λαϊκή εποποιία.
См. также в других словарях:
ἐποποιία — ἐποποιΐᾱ , ἐποποιία epic poetry fem nom/voc/acc dual ἐποποιΐᾱ , ἐποποιία epic poetry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποποιίᾳ — ἐποποιΐαι , ἐποποιία epic poetry fem nom/voc pl ἐποποιΐᾱͅ , ἐποποιία epic poetry fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποποιία — η (AM ἐποποιία, Α και ἐποποιίη) 1. η σύνθεση επικού ποιήματος 2. η επική ποίηση, το έπος («τὰ εἴδη ταυτὰ δεῑ ἔχειν τὴν ἐποποιίαν τῇ τραγῳδίᾳ», Αριστοτ.) νεοελλ. σειρά κατορθωμάτων ή ηρωικών πράξεων τα οποία θα άξιζε να υμνηθούν με τη σύνθεση… … Dictionary of Greek
εποποιία — η 1. η συγγραφή επικού ποιήματος (έπους), καθώς και το ίδιο το επικό ποίημα και η επική ποίηση. 2. μτφ., ηρωικό κατόρθωμα άξιο επικού ποιήματος: Η εποποιία του Πολυτεχνείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐποποιίας — ἐποποιΐᾱς , ἐποποιία epic poetry fem acc pl ἐποποιΐᾱς , ἐποποιία epic poetry fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποποιίαν — ἐποποιΐᾱν , ἐποποιία epic poetry fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ἐποποιίαι — ἐποποιΐαι , ἐποποιία epic poetry fem nom/voc pl ἐποποιΐᾱͅ , ἐποποιία epic poetry fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποποιικός — ἐποποιικός, ή, όν (Α) [εποποιία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εποποιία … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κλασικός κύκλος — Σύνολο επικών έργων, που γράφτηκαν κατά τον Μεσαίωνα, με θέματα πρόσωπα και περιπέτειες της κλασικής αρχαιότητας. Στα έργα, που ήταν εμπνευσμένα από τη ζωή των ιπποτών ή από σκανδιναβικές και ανατολικές παραδόσεις, προστέθηκαν, κατά τα τέλη του… … Dictionary of Greek