Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐποποι-ία

См. также в других словарях:

  • εποποί — ἐποποῑ (Α) [έποψ] κραυγή κατ’ απομίμηση τής φωνής τού έποπος, τού τσαλαπετεινού («οὐκ ἀντὶ τοῡ παιδὸς σ’ ἐχρῆν ἐποποῑ καλεῑν», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐποποῖ — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έποψ — ο (AM ἔποψ, Μ και ἔποπος) το γνωστότερο στην Ελλάδα είδος τών εποπιδών, ο τσαλαπετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ονοματοποιία από την κραυγή τού πουλιού εποποί, ποποπό, όπως αυτή μαρτυρείται στους κωμικούς. Αναλογικός σχηματισμός προς τα μέρ οψ… …   Dictionary of Greek

  • πούπος — ὁ, Α άλλη κοινή ονομασία τού τσαλαπετεινού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από την κραυγή τού τσαλαπετεινού εποποί, ποποπό, όπως αυτή μαρτυρείται στους κωμικούς (πρβλ. έποψ)] …   Dictionary of Greek

  • epop, opop —     epop, opop     English meaning: a kind of exclamation     Deutsche Übersetzung: Ruf of Wiedehopfs     Material: Arm. popop, Pers. pūpū “hoopoe”; Gk. ἐποποῖ ποποπό ‘shout, call of hoopoe”, ἔποψ, οπος “hoopoe”, ἔπωπα ἀλεκτρυόνα ἄγριονHes. ( ωπ… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»