-
1 ἐποποῖ
-
2 εποποί
-
3 ἐποποῖ
-
4 εποποι
[ἔποψ] interj. подражание крику удода Arph. -
5 ἐποποῖ
-
6 ἐποποῖ
-
7 ἐποποιία
II divination by means of Homeric verses, PMag. Berol.1.328.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐποποιία
-
8 ἐποποιικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐποποιικός
-
9 ἐποποιός
ἐποποι-ός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐποποιός
-
10 ἔποψ
ἔποψ, - οποςGrammatical information: m.Meaning: `hoopoe, upupa epops' (Epich., Ar.), also ἔποπος ὄρνεον, ἔπωπα ἀλεκτρυόνα ἄγριον, ἄπαφος ἔποψ τὸ ὄρνεον (after the animal's names in - φος) H.Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]Etymology: Formation like δρύοψ a. o. (Chantraine Formation 259) on onomatopoetical basis; cf. ἐποποῖ, πόποπο of the call of the bird (Ar. Av. 58 resp. 227). Parallel names in other languages: Arm. popop, Lat. upupa, Latv. pupukis etc. Pok. 325, W.-Hofmann s. upupa. The word can prob. not be called Indo-European. On ἔποψ further Thompson Birds s. v.Page in Frisk: 1,545Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔποψ
См. также в других словарях:
εποποί — ἐποποῑ (Α) [έποψ] κραυγή κατ’ απομίμηση τής φωνής τού έποπος, τού τσαλαπετεινού («οὐκ ἀντὶ τοῡ παιδὸς σ’ ἐχρῆν ἐποποῑ καλεῑν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
ἐποποῖ — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έποψ — ο (AM ἔποψ, Μ και ἔποπος) το γνωστότερο στην Ελλάδα είδος τών εποπιδών, ο τσαλαπετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ονοματοποιία από την κραυγή τού πουλιού εποποί, ποποπό, όπως αυτή μαρτυρείται στους κωμικούς. Αναλογικός σχηματισμός προς τα μέρ οψ… … Dictionary of Greek
πούπος — ὁ, Α άλλη κοινή ονομασία τού τσαλαπετεινού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από την κραυγή τού τσαλαπετεινού εποποί, ποποπό, όπως αυτή μαρτυρείται στους κωμικούς (πρβλ. έποψ)] … Dictionary of Greek
epop, opop — epop, opop English meaning: a kind of exclamation Deutsche Übersetzung: Ruf of Wiedehopfs Material: Arm. popop, Pers. pūpū “hoopoe”; Gk. ἐποποῖ ποποπό ‘shout, call of hoopoe”, ἔποψ, οπος “hoopoe”, ἔπωπα ἀλεκτρυόνα ἄγριονHes. ( ωπ… … Proto-Indo-European etymological dictionary