-
1 ἐπι-χρῑω
ἐπι-χρῑω (s. χρίω), darauf-, darüberstreichen, φάρμακα ἐπιχριόμενα, Galen.; – bestreichen, salben, ἐπιχρίσασα παρειάς Od. 18, 172; ἀλοιφῇ, den Bogen, 21, 179; τιτάνῳ τὸ ἔργον Luc. hist. conscr. 62. – Med. sich salben, ἀλοιφῇ, Od. 18, 179; Medic. – Adj. verb. ἐπιχριστός, auch ἐπίχριστος, 2. Endg, bestrichen, darübergestrichen, φύκη Luc. amor. 41; τὸ ἐπίχριστον, sc. φάρμακον, Salbe, Medic.; Plut.
-
2 χρίω
Aχρῖον Od.4.252
, alsoχρίεσκε A.R.4.871
: [tense] fut. : [tense] aor.ἔχρῑσα Od.10.364
, etc., [dialect] Ep.χρῖσα Il.16.680
, Od.4.49: [tense] pf. , al.:—[voice] Med., [tense] fut.χρίσομαι Od.6.220
: [tense] aor. part. χρῑσάμενος ib.96, Hes.Op. 523, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.χρισθήσομαι LXXEx.30.32
: [tense] aor. , Achae.10: [tense] pf.κέχρῑμαι Hdt.4.189
, 195, Magnes 3, etc., later : [tense] plpf. ἐκέχριστο f. l. in X.Cyr.7.1.2; [ per.] 3pl.ἐκέχριντο Callix.2
. [Even in [tense] pres. and [tense] impf. ι is long, Od.21.179 ([etym.] ἐπι-χρῑοντες), Il.23.186, S.Tr. 675, etc.; χρῐει only in late Poets, as AP6.275 (Noss.): in [tense] fut. and all other tenses [pron. full] ῑ without exception, whence the proper accent. is χρῖσαι, κεχρῖσθαι, χρῖσμα, etc.:—touch the surface of a body slightly, esp. of the human body, graze, hence,I rub, anoint with scented unguents or oil, as was done after bathing, freq. in Hom.,λόεον καὶ χρῖον ἐλαίῳ Od.4.252
;ἔχρισεν λίπ' ἐλαίῳ 3.466
;λοέσσαι τε χρῖσαί τε 19.320
; of a dead body,χρῖεν ἐλαίῳ Il.23.186
; anoint a suppliant, Berl.Sitzb.1927.170 ([place name] Cyrene); πέπλον χ. rub or infect with poison, S.Tr. 675, cf. 689, 832 (lyr.): metaph.,ἱμέρῳ χρίσασ' οἰστόν E.Med. 634
(lyr.);οὐ μέλανι, ἀλλὰ θανάτῳ χ. τὸν κάλαμον Plu.2.841e
:—[voice] Med., anoint oneself, Od.6.96;κάλλεϊ ἀμβροσίῳ οἵῳ.. Κυθέρεια χρίεται 18.194
, cf. Hes.Op. 523;ἐλαίῳ Gal.6.417
;ἐκ φαρμάκου Luc. Asin.13
: c. acc. rei, ἰοὺς χρίεσθαι anoint (i. e. poison) one's arrows, Od.1.262:—[voice] Pass.,χρίεσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου Hdt.3.124
; βακκάριδι κεχριμένος Magnes l. c.;συκαμίνῳ τὰς γνάθους κεχριμέναι Eub.98.3
: metaph., .2 in LXX, anoint in token of consecration,χ. τινὰ εἰς βασιλέα 4 Ki.9.3
;εἰς ἄρχοντα 1 Ki.10.1
;εἰς προφήτην 3 Ki.19.16
; alsoχ. τινὰ τοῦ βασιλεύειν Jd.9.15
: c. dupl. acc.,χ. τινὰ ἔλαιον Ep.Heb.1.9
.II wash with colour, coat,αἰγέαι κεχριμέναι ἐρευθεδάνῳ Hdt.4.189
; πίσσῃ ib. 195, cf. Inscr.Délos 442A 188 (ii B. C.);ἀσφάλτῳ X.Cyr.7.5.22
([voice] Pass.);στοάν Supp.Epigr.4.268
(Panamara, ii A. D.):—[voice] Med., τὸ σῶμα μίλτῳ χρίονται smear their bodies, Hdt.4.191. -
3 ἐπιχρίω
A anoint, besmear, ἐπιχρίοντες ἀλοιφῇ (sc. τὸ τόξον) Od.21.179; :—[voice] Med., χρῶτ' ἀπονίπτεσθαι καὶ ἐπιχρίεσθαι ἀλοιφῇ ib. 179.II lay on ointment,μετὰ τὸ -χρισθῆναι Zopyr.
ap. Orib.14.58.1 ; κροτάφοις -χριόμενα v.l. in Dsc.3.22 ;πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς Ev.Jo.9.6
, cf. IG14.966 (Rome, ii A.D.).2 abs., use for anointing, Call.Iamb.1.270.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιχρίω
-
4 ἐπιχρίω
ἐπι-χρίω, aor. part. ἐπιχρίσᾶσα: besmear, anoint, mid., oneself, Od. 18.179. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπιχρίω
-
5 ἐπιχρῑω
ἐπι-χρῑω, darauf-, darüberstreichen; bestreichen, salben; ἀλοιφῇ, den Bogen; sich salben. Adj. verb. ἐπιχριστός, auch ἐπίχριστος, bestrichen, darübergestrichen; τὸ ἐπίχριστον, sc. φάρμακον, Salbe -
6 обмазать
-ажу, -ажешьρ.σ.μ.1. αλείφω, επαλείφω, (επι)χρίω• (περι)αλείφω, (περι)-χρίω πασσαλείφω.2. λερώνω, κηλιδώνω.λερώνομαι, κηλιδώνομαι, πασσαλειφομαι. -
7 επιχριω
1) намазывать, смазывать(τόξον ἀλλοιφῇ Hom.)
2) умащивать, натирать(παρειάς, med. χρῶτα ἀλοιφῇ Hom.; τοὺς ὀφθαλμούς NT.; ἐπικεχρισμένος ἐλαίῳ Arst.)
3) намазывать, покрывать(τιτάνῳ τι Luc.)
4) намазывать, втирать -
8 вымазать
-ажу, -ажешь, προστκ. вымажи, κ. вымажь, ρ.σ.μ.1. (επ)αλείφω, (επι)χρίω.2. καταλερώνω, καταλεκιάζω, καταλιγδώνω, παταλασπώνω.3. (απλ.) ξοδεύω, καταναλώνω για άλειμμα.καταλερώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
9 нанести
-есу, -есшь, παρλθ. χρ. нанс, -сла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. нансший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нанесенный, βρ: -сн, -сена, -сено ρ.σ.μ.1. φέρω (πολύ ή πολλά)•нанести подарков φέρω δώρα•
нанести в дом грязи на сапогах φέρω στο σπίτι πολλή λάσπη με τις μπότες.
2. (για νερό, άνεμο κλπ.) συσσωρεύω παρασύροντας•ветер нанс сугроб ό άνεμος σχημάτησε χιονοστιβάδα•
на реке -лб мель στο ποτάμι σχημστίστηκε σύρτη.
|| (για ήχο, μυρουδιά κ.τ.τ.) φέρω, παρασύρω• φτάνω.3. προσκρούω παρασυρόμενος.4. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, έρχομαι.5. (επ)αλείφω, (επι)χρίω περνώ στρώμα•нанести смазочное масло на деталь αλείφω με γράσο το εξάρτημα•
нанести лак βερνικώνω•
нанести краски на полотно βάφω ύφασμα.
6. σημειώνω, σημαδεύω, επισημαίνω•нанести на карту направление новой дороги σημειώνω στο χάρτη την κατεύθυνση του. νέου δρόμου.
|| αποτυπώνω, σχεδιάζω, φτιάχνω•нанести рисунок на ткань φτιάχνω σχέδιο στο ύφασμα.
7. (μαζί με ουσ. σχηματίζει ρ. με σημ. από το ουσ.)• нанести рану τραυματίζω•нанести удар χτυπώ (καταφέρω χτύπημα)•
нанести оскорбление, обиду προσβάλλω•
нанести вред, урон βλάπτω•
нанести поражение νικώ.
|| προξενώ, προκαλώ•нанести потери προξενώ απώλειες•
нанести ущерб προξενώ ζημιά.
8. (για πτηνά) ωοτοκώ, γεννώ, φέρω.εκφρ.нанести визит – επισκέπτομαι. -
10 ἐπιχρίω
ἐπιχρίω 1 aor ἐπέχρισα (s. χρίω; Hom. et al.; Sym. Ezk 13:10; 22:28; TestSol 18:20) to apply a viscous substance, anoint, spread/smear (on) (Soranus p. 75, 7; Galen: CMG V 9, 1 p. 136, 30; Diosc. 3, 25; PLeid X VII, 36; cp. Od. 21, 179 of a bow being prepared for service by rubbing with fat; Lucian, Hist. Conscrib. 62 of an inscription covered w. gypsum; Galen: CMG V 4, 2 p. 246, 20) τὶ ἐπί τι spread on or smear on someth. πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς spread the moistened mud on the man’s eyes = (Jesus) anointed the man’s eyes with the moistened mud J 9:6 (v.l. ἐπέθηκεν, s. ἐπιτίθημι 1aα; cp. SIG 1173, 17=Dssm., LO 108 [LAE 135] in a report of a healing κολλύριον ἐπιχρεῖσαι ἐπὶ τ. ὀφθαλμούς). Without ref. to what was put on, in Eng. the customary rendering is anoint ἐ. τοὺς ὀφθαλμούς anoint the eyes J 9:11 (referring to the procedure vs. 6).—Of the stone that closed the entrance to the tomb of Jesus ἐπέχρισαν ἑπτὰ σφραγῖδας they applied seven seals i.e. wax that receives an impression fr. a seal GPt 8:33.—M-M. -
11 επικαταχριέσθω
ἐπικαταχρῑέσθω, ἐπί, κατά-χρίωtouch the surface of a body slightly: pres imperat mp 3rd sg -
12 ἐπικαταχριέσθω
ἐπικαταχρῑέσθω, ἐπί, κατά-χρίωtouch the surface of a body slightly: pres imperat mp 3rd sg
См. также в других словарях:
χρίω — ΝΜΑ, και χρίζω Ν 1. αλείφω, επαλείφω, επιχρίω 2. εκκλ. (για ιερέα) αλείφω τον νεοφώτιστο με άγιο μύρο αμέσως μετά την τέλεση τού μυστηρίου τού βαπτίσματος 3. (για ιεράρχη) αναγορεύω ηγεμόνα, αλείφοντάς τον με μύρο, κατά την τελετή τής στέψης (α.… … Dictionary of Greek
επιχρίω — (AM ἐπιχρίω) 1. απλώνω ρευστή ή μαλακή ουσία και καλύπτω μια επιφάνεια (α. «ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῡ τυφλοῡ», ΚΔ β. «τόξον ἐπιχρίοντες ἀλοιφῇ») 2. καλύπτω τοίχο, στέγη κ.λπ. με ασβεστοκονίαμα ή άλλο υλικό, σοβαντίζω αρχ. επαλείφω … Dictionary of Greek
ἐπικαταχριέσθω — ἐπικαταχρῑέσθω , ἐπί , κατά χρίω touch the surface of a body slightly pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)