Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χρῐει

См. также в других словарях:

  • χρίει — χρί̱ει , χρίω touch the surface of a body slightly pres ind mp 2nd sg χρί̱ει , χρίω touch the surface of a body slightly pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρί — Α (κατά τον Ησύχ.) «χρίει». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για άλλο τ. τού χρίει] …   Dictionary of Greek

  • CHRISMA — Graece Χρίσμα, proprie genus unguenti, ab altero, quod ἄλειμμα dictum, diversum. Spissiora enim linunt, χρίουσι: liquida persundunt, ἀλείφουσι. Glossae, linit, χρίει: unde ἐπίχριςτα φάρμακα, quae illinuntur. Plin. l. 13. c. 3. Sed quosdam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μύρος — (I) το (Μ μῡρος) το αρωματικό λάδι με το οποίο ο ιερέας χρίει τον βαπτιζόμενο μσν. μύρο το οποίο αναβλύζει από τα σώματα τών αγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μύρο(ν) κατά τα ουδ. σε ος, πρβλ. (το) πρέπος (το) πρέπον, (το) κάστρος (το)… …   Dictionary of Greek

  • χρίσμα — Το άλειμμα των πιστών με το άγιο μύρο. Στην Aνατ. Ορθόδοξη Εκκλησία το χ. ήταν από παλιά συνδεδεμένο με το μυστήριο του βαπτίσματος και αποτελούσε συμπλήρωμα και επιστέγασμά του. Μετά το βάπτισμα ο ιερέας χρίει το νήπιο που βαπτίζει στα μάτια,… …   Dictionary of Greek

  • μύρο — το 1. αρωματικό λάδι φυσικό ή τεχνητό. 2. (εκκλησ.), «άγιο μύρο», το αρωματισμένο λάδι με το οποίο χρίει (αλείφει) ο παπάς το μωρό που βαφτίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»