-
1 ἐπι-κομπάζω
ἐπι-κομπάζω, dabei prahlen, prahlend hinzusetzen, ὁ δ' ἠλάλαξε κἀπεκόμπασεν Eur. Herc. Fur. 981; λόγῳ, zu der Rede, Plut. Cam. 22; – damit prahlen, ὀλίγῳ μισϑῷ Callim. Dian. 263.
-
2 κομπάζω
κομπάζω, = κομπέω, bes. prahlen, großsprechen; absolut, τίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ Aesch. Spt. 418, wie κομπάζειν μάτην Eur. Hipp. 978; auch Lys. 6, 18, κομπάζειν μᾶλλον ἢ τιμωρεῖσϑαι βούλεσϑαι, u. Sp.; – c. inf., οὐ κομπάσαιμ' ἂν ϑεσφάτων γνώμων ἄκρος εἶναι, ich möchte mich nicht rühmen, mich auf die Göttersprüche zu verstehen, Aesch. Ag. 1101, wie κρείσσον' Ἀρτέμιδος εἶναι κομπάσαντα Eur. Bacch. 1130; – ἐπί τινι, Aesch. Spt. 462; τινί, Ag. 561; – auch c. accus., λόγον, ein prahlendes Wort sprechen, Eum. 516, wie μέγ' ἄν τι κομπάσειας Soph. Ai. 1101 u. οὐ πατρῴαν τὴν τέχνην ἐκόμπασας El. 1492; – auch in Prosa; ἐμοῦ καλλίων ταῦτα κομπάζεις Xen. Conv. 4, 19; mit folgendem ὡς, Oec. 10, 3; Plut. Crass. 18. – Pass.; φόβος κομπάζεται, es wird mit dem Schrecken geprahlt, Aesch. Spt. 482; ὃς οὕνεκ' ὄλβου μέγας ἐκομπάσϑη ποτέ Eur. Herc. Fur. 64.
-
3 κομπαζω
бросать красивые, но пустые фразы, хвастливо говорить, хвастаться(τέν πατρῴαν τέχνην Soph.; μάτην Eur.; τι περὴ αὑτοῦ Plut.)
οὐ κομπάσαιμ΄ ἂν θεσφάτων γνώμων ἄκρος εἶναι Aesch. — не стану хвастаться, будто понимаю пророческие изречения;κρείσσον΄ ἐν κυναγίαις Ἀρτέμιδος εἶναι κ. Eur. — хвалиться (своим) превосходством в охоте над (самой) Артемидой;κ. μᾶλλον ἢ τιμωρεῖσθαι Lys. — больше разглагольствовать (о наказаниях), чем наказывать;τίνος δὲ παῖς πατρὸς κομπάζεται ; Eur. — сыном какого же отца слывет (Диомед)? -
4 κομπάζω
A = κομπέω, boast, brag, A.Th. 436, Ag. 1671, etc.;κ. μέγα S.Aj. 1122
; ; κ. ἐπί τινι speak big against.., A.Th. 480 (but also, boast of.., Phld.Rh.1.24 S.): c. acc., κ. λόγον speak big words, A.Ag. 1400, etc.; κ. γέρας boast one's office, Id.Eu. 209; : c. inf., boast that.., A.Ag. 1130, E.Ba. 340; κ. ὡς .. X.Oec.10.3, Plu. Crass.18:—[voice] Pass., to be made a boast of, be renowned,οὕνεκ' ὄλβου E.HF64
; φόβος.. κομπάζεται fear is loudly spoken, A.Th. 500; τίνος δὲ.. παῖς πατρὸς κομπάζεται; of what father is he said to be the son? E.Alc. 497.—Rare in early Prose, Lys.6.18,48, X.Smp.4.19, Oec. l.c.III ἐκομπάσθη· ἠπατήθη, εἰς ὄγκον διετέθη, Hsch., cf. Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομπάζω
-
5 ἐπικομπάζω
ἐπι-κομπάζω, dabei prahlen, prahlend hinzusetzen; λόγῳ, zu der Rede; damit prahlen -
6 επικομπαζω
( торжествующе) добавлять(ἀληθεῖ λόγῳ τι Plut.)
ὅ δ΄ ἠλάλαξε κἀπεκόμπασεν τάδε Eur. — он (т.е. Геракл) вскричал от радости и торжествующе добавил следующее -
7 κομπέω
2 c. acc., κ. χύτραν ring a pot to see if it be sound, D.L.6.30 (restored from Eust.896.61 for σκοποῦμεν), cf. 2.78.II metaph., boast, brag, τί κομπέω παρὰ καιρόν; Pi.P.10.4;κ. ἄλλως Hdt.5.41
;ὡς σὺ κομπεῖς E.Or. 571
: c. acc. cogn., κ. μῦθον speak a boastful speech, S.Aj. 770; ὑψήλ' ἐκόμπεις ib. 1230.2 c. acc., boast of,κ. γάμους A.Pr. 947
:—[voice] Pass., ὁπλῖται, ὅσοιπερ κομποῦνται are boasted of, Th.6.17, cf. Phld.Rh.2.33 S.3 c. acc. et inf., boast that.., E.El. 815; κ. ὅπως .. boast how.., S.OC 1149.—Like κομπάζω, rare in Prose.
См. также в других словарях:
κομπώ — (I) κομπῶ, έω (Α) [κόμπος (Ι)] 1. κροτώ, αντηχώ («ὧς τῶν κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινὸς ἄντην βαλλομένων», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπώ, επικρούω πήλινο αγγείο για να ελέγξω τη στερεότητά του 3. κομπάζω. (II) κομπῶ, όω (Α) [κόμπος (Ι)] κομπάζω,… … Dictionary of Greek
επαγλαΐζω — ἐπαγλαΐζω (Α) 1. λαμπρύνω, στολίζω κάτι ακόμη πιο πολύ 2. μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, κομπάζω («οὐδὲ ἕ φημι δηρὸν ἐπαγλαϊεῑσθαι, ἐπεὶ φόνος ἐγγύθεν αὐτῷ», Ομ. Ιλ.) 3. παθ. ετοιμάζομαι, συγυρίζομαι καλά, επιδεικτικά («ἀναμένουσιν ὧδ… … Dictionary of Greek
επαυχώ — ἐπαυχῶ, έω (Α) 1. υπερηφανεύομαι, κομπάζω, καυχιέμαι για κάτι («τούτοις ἐπαυχεῑν καὶ δεδρακυῑαν γελᾱν», Σοφ.) 2. (με αιτ. και απρμφ.) είμαι βέβαιος, πεπεισμένος («ὡς κἄμ ἐπαυχῶ τῆσδε τῆς φήμης ἄπο», Σοφ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπαυχεῑ ἐπεύχεται».… … Dictionary of Greek
πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… … Dictionary of Greek