Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπι-καίριος

См. также в других словарях:

  • προκαίριος — ον, Μ (για θάνατο) πρόωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καίριος (< καιρός), πρβλ. επι καίριος] …   Dictionary of Greek

  • επίκαιρος — η, ο (AM ἐπίκαιρος, ον) 1. αυτός που γίνεται σε κατάλληλο χρόνο, έγκαιρος («επίκαιρη συζήτηση») 2. (για τόπο) αυτός που έχει μεγάλη σημασία, ο σπουδαίος, ο σημαντικός για κάποιο σκοπό («επίκαιρα σημεία») νεοελλ. 1. (για ενέργεια) καίριος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»