-
1 επιτροπη
ἥ1) обращение с жалобой, просьба о разборе дела(πρός τινα Dem.)
εἰς ἐπιτροπέν ἔρχεσθαι Dem. — передать дело в третейский суд;ἀνιέναι τέν ἐπιτροπήν Thuc. — отклонить третейское разбирательство2) полномочие, право разбора дел(ἐπιτροπην λαβεῖν Polyb.)
διδόναι τέν ἐπιτροπήν τινι Polyb. — уполномочить кого-л. на третейский разбор дел;μετ΄ ἐξουσίας καὴ ἐπιτροπῆς τῆς τινος (v. l. τῆς παρά τινος) NT. — с полномочиями от кого-л.3) третейское решениеεἰς ἐπιτροπέν ἑαυτὸν διδόναι или τέν ἐπιτροπέν διδόναι περὴ ἑαυτοῦ Polyb. — подчиниться чьему-л. решению
4) обязанности опекуна, опекунство, опека Plat.5) иск бывшего опекаемого к опекуну Lys., Dem., Plut. -
2 επιτροπή
η1) комитет;κεντρική (κομματική) επιτροπή — центральный (партийный) комитет;
2) комиссия;εξεταστική επιτροπή — а) экзаменационная комиссия; — б) следственная комиссия; — в) ревизионная комиссия;
διεθνής εξεταστική επιτροπή — международная арбитражная комиссия;
επιτροπή απαλλαγών' — воен, медицинская комиссия;
εφορευτική επιτροπή — избирательная комиссия;
3) коллегия;ελλανοδίκη επιτροπή — спорт, судейская коллегия;
4) делегация -
3 ἐπιτροπή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐπιτροπή
-
4 επιτροπή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > επιτροπή
-
5 ἐπιτροπή
полномочие, позволение, поручение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπιτροπή
-
6 επιτροπή
[эпитропи] ουσ θ комитет, комиссия. -
7 αχτιδικός
η, ό районный, относящийся к району (в партийной структуре);η αχτιδική επιτροπή — районный комитет
-
8 γνωμοδοτικός
η, ό[ν] консультационный;γνωμοδοτική επιτροπή — консультация (учреждение)
-
9 δεκαμελής
-
10 διαιτητικός
η, ό[ν]1) диететический; 2) арбитражный;διαιτητική επιτροπή — арбитражная комиссия
-
11 εκτελεστικός
η, ό[ν] исполнительный;εκτελεστική εξουσία — исполнительная власть;
εκτελεστική επιτροπή — исполнительный комитет;
εκτελεστικόν απόσπασμα — отряд, приводящий в исполнение смертный приговор
-
12 εκτιμητικός
-
13 ελλανόδικος
ος, ον спорт, судейский;επιτροπή — судейская коллегия; — жюри (соревнования, конкурса и т. п.) -
14 εννεαμελής
ης, ες состоящий из девяти членов;εννεαμελής επιτροπή (οίκογένεια) — комитет (семья), состоящий из девяти членов
-
15 εξελεγκτικός
η, ό[ν] проверочный, контрольный; ревизионный, инспекционный;εξελεγκτική επιτροπή — ревизионная комиссия
-
16 εξεταστικός
-
17 επιτροπεία
η1) опека; опекунство; 2) должность, работа комиссара; 3) см. επιτροπή -
18 εφορευτικός
η, ό[ν] надзирательский, инспекторский;εφορευτική επιτροπή — избирательная комиссия, комиссия по наблюдению за выборами
-
19 κεντρικός
η, ό[ν]1) центральный; расположенный в центре; 2) центральный; главный;κεντρική επιτροπή — центральный комитет;
κεντρικό ταχυδρομείο — главный почтамт;
κεντρικές εφημερίδες — центральная печать; — центральные газеты;
3) перен. основной, главный;κεντρική ιδέα — основная идея;
§ κεντρική θέρμανση — центральное отопление
-
20 οροθετικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπιτροπή — reference fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτροπή — Ομάδα προσώπων συγκροτημένη σε σώμα, στο οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση μιας ειδικής λειτουργίας. Το σώμα αυτό συνήθως προέρχεται ή εξαρτάται από κάποιο άλλο, μεγαλύτερο και λειτουργεί για την εκπλήρωση των σκοπών του. Η ε. έχει τα στοιχεία της… … Dictionary of Greek
επιτροπή — η συμβούλιο ατόμων στα οποία ανατέθηκε κάποια εντολή (π.χ. η επίβλεψη ή ο έλεγχος έργου, η διαχείριση περιουσίας, η γνωμάτευση σε κάποιο θέμα κτλ.): Εφορευτική επιτροπή εκλογικού τμήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιτροπῇ — ἐπιτροπέω to be an administrator pres subj mp 2nd sg ἐπιτροπέω to be an administrator pres ind mp 2nd sg ἐπιτροπέω to be an administrator pres subj act 3rd sg ἐπιτροπή reference fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Επιτροπή των Περιφερειών — Συμβουλευτικό όργανο των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει 222 μέλη που διορίζονται ομόφωνα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ύστερα από πρόταση των κρατών μελών. Η θητεία τους… … Dictionary of Greek
Επιτροπή Εθνικής Σωτηρίας — Όργανο του επαναστατικού καθεστώτος στη Γαλλία (1793). Την αποτελούσαν 12 μέλη και συγκροτήθηκε από την Εθνοσυνέλευση, που το 1792 ανακήρυξε την Α’ Δημοκρατία. Σε αυτήν, που γρήγορα συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες, δέσποζαν οι μορφές του… … Dictionary of Greek
Επιτροπή των Ελλήνων — Φιλελληνικό σωματείο του Παρισιού (1823). Βλ. λ. φιλελληνισμός … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Επιτροπή — Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.) με εκτελεστικές και νομοθετικές αρμοδιότητες. Αποτελεί τον θεματοφύλακα των συνθηκών παράλληλα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (βλ. λ.) και εκπροσωπεί την Ευρωπαϊκή Ένωση στον διεθνή χώρο. Είναι γνωστή και ως… … Dictionary of Greek
Σωτηρίας, Επιτροπή Κοινής- — (Comite du Salut Public). Επιτροπή της γαλλικής Συμβατικής Συνέλευσης που συγκροτήθηκε στις 6 Απριλίου 1793. Η Επιτροπή είχε εννέα μέλη, ανάμεσα στα οποία και οι Δαντών, Μπαρέρ και Καμπόν. Σκοπός της ήταν η λήψη μέτρων για την απόκρουση της… … Dictionary of Greek
Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — (ΟΚΕ). Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με συμβουλευτική αρμοδιότητα. Τα μέλη εκπροσωπούν τους διάφορους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής των κρατών μελών και διορίζονται για 4 έτη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με πρόταση των… … Dictionary of Greek
Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή — (ΔΟΕ).Διεθνής, μη κυβερνητικός, μη κερδοσκοπικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1894 στο Παρίσι, ύστερα από απόφαση διεθνούς συνεδρίου που διοργανώθηκε με πρωτοβουλία των γαλλικών αθλητικών σωματείων. Στο πλαίσιο του συνεδρίου και έπειτα από πρόταση… … Dictionary of Greek