-
1 επιτροπή
η1) комитет;κεντρική (κομματική) επιτροπή — центральный (партийный) комитет;
2) комиссия;εξεταστική επιτροπή — а) экзаменационная комиссия; — б) следственная комиссия; — в) ревизионная комиссия;
διεθνής εξεταστική επιτροπή — международная арбитражная комиссия;
επιτροπή απαλλαγών' — воен, медицинская комиссия;
εφορευτική επιτροπή — избирательная комиссия;
3) коллегия;ελλανοδίκη επιτροπή — спорт, судейская коллегия;
4) делегация -
2 εξεταστικός
См. также в других словарях:
ἐξεταστικῇ — ἐξεταστικός capable of examining into fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεταστική — ἐξεταστικός capable of examining into fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Коррупционный скандал с компанией «Siemens» в Греции — Политический скандал относительно коррумпированности и взяточничества разгорелся в 2008 году, когда были уличены подробности сотрудничества Siemens и правительства Греции во главе с премьер министром Костасом Симитисом в период подготовки к… … Википедия
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
εξεταστικός, -ή — ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εξέταση, που γίνεται για εξέταση, ο ερευνητικός: Εξεταστική ματιά. 2. ο αρμόδιος να εξετάζει: Εξεταστική επιτροπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έρευνα — (Νομ.). Ανακριτική πράξη, η οποία κατά τον ΚΠΔ αποβλέπει στη βεβαίωση ενός κακουργήματος ή πλημμελήματος, στην ανακάλυψη των δραστών ή στη διαπίστωση και αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε η διάπραξη ενός τέτοιου αδικήματος. Η έ. επιτρέπεται… … Dictionary of Greek
ακροαστικός — ή, ό [ακρόαση] 1. αυτός που αναφέρεται στην ακρόαση 2. ο κατάλληλος για ακρόαση, κυρίως τα κατάλληλα για ακρόαση σημεία τού σώματος κατά την ιατρική εξέταση 3. το ουδ. ως ουσ. τα ακροαστικά 4. Ιατρ. στην ιατρική ζαργκόν* λέγεται κατά παράλειψη… … Dictionary of Greek
εξεταστικός — ή, ό (AM ἐξεταστικός, ή, όν) [εξεταστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξέταση, ο ικανός να εξετάζει («εξεταστική επιτροπή») αρχ. 1. ο κατάλληλος ν αναζητεί την αλήθεια 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξεταστικόν αμοιβή εξεταστή, εξέταστρα … Dictionary of Greek
επιτροπή — Ομάδα προσώπων συγκροτημένη σε σώμα, στο οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση μιας ειδικής λειτουργίας. Το σώμα αυτό συνήθως προέρχεται ή εξαρτάται από κάποιο άλλο, μεγαλύτερο και λειτουργεί για την εκπλήρωση των σκοπών του. Η ε. έχει τα στοιχεία της… … Dictionary of Greek
ηλεκτροαμφιβληστροειδογραφία — Η ιατρ. εξεταστική μέθοδος κατά την οποία με ειδικό όργανο συλλέγονται και καταγράφονται σε διάγραμμα τα ηλεκτρικά ρεύματα ενέργειας τών νευρικών κυττάρων τού αμφιβληστροειδή χιτώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
ημιπερίοδος — η 1. το ήμισυ περιόδου 2. γραμμ. τμήμα τής περιόδου που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άνω τελείες ή ανάμεσα σε κάτω και άνω τελεία ή ανάμεσα σε άνω και κάτω τελεία 3. εξεταστική περίοδος σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, κατά την οποία ο φοιτητής έχει… … Dictionary of Greek