-
1 εννεαμελής
ης, ες состоящий из девяти членов;εννεαμελής επιτροπή (οίκογένεια) — комитет (семья), состоящий из девяти членов
См. также в других словарях:
εννεαμελής — ές αυτός που αποτελείται από εννέα μέλη («εννεαμελής οικογένεια», «εννεαμελής επιτροπή» κ.λπ.) … Dictionary of Greek
εννεαμελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που αποτελείται από εννέα μέλη: Εννεαμελής ορχήστρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε … Dictionary of Greek