Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

εννεαμελής

См. также в других словарях:

  • εννεαμελής — ές αυτός που αποτελείται από εννέα μέλη («εννεαμελής οικογένεια», «εννεαμελής επιτροπή» κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • εννεαμελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που αποτελείται από εννέα μέλη: Εννεαμελής ορχήστρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»