-
1 επιτροπη
ἥ1) обращение с жалобой, просьба о разборе дела(πρός τινα Dem.)
εἰς ἐπιτροπέν ἔρχεσθαι Dem. — передать дело в третейский суд;ἀνιέναι τέν ἐπιτροπήν Thuc. — отклонить третейское разбирательство2) полномочие, право разбора дел(ἐπιτροπην λαβεῖν Polyb.)
διδόναι τέν ἐπιτροπήν τινι Polyb. — уполномочить кого-л. на третейский разбор дел;μετ΄ ἐξουσίας καὴ ἐπιτροπῆς τῆς τινος (v. l. τῆς παρά τινος) NT. — с полномочиями от кого-л.3) третейское решениеεἰς ἐπιτροπέν ἑαυτὸν διδόναι или τέν ἐπιτροπέν διδόναι περὴ ἑαυτοῦ Polyb. — подчиниться чьему-л. решению
4) обязанности опекуна, опекунство, опека Plat.5) иск бывшего опекаемого к опекуну Lys., Dem., Plut. -
2 δορυ
δόρατος, эп.-ион. δούρατος и δουρός, поэт. δορός τό (dat. δόρατι, δούρατι, δουρί, δορί и δόρει; dual. δοῦρε; pl.: nom. δόρατα, δούρατα, δοῦρα и δόρη, gen. δοράτων и δούρων, dat. δόρασι, δούρασι и δούρεσσι)1) дерево (sc. φοίνικος ἔρνος Hom.)2) брус, балка, доска или древесина(δοῦρ΄ ἐλάτης Hom.; δούραθ΄ ἁμάξης Hes.)
κοῖλον δ. Hom. = δουράτεος ἵππος;δ. νηϊον, νήϊα δοῦρα, δοῦρα νεῶν и δοῦρα Hom. — корабельный лес3) судно, корабль(δ. γομφόδετος Aesch. и ποντοπόρον Soph.)
4) шест, древко(μείλινον Hom.; δόρατα ἐκ δέρματος τοῦ ἵππου τοῦ ποταμίου Arst.; ἀετὸς χρυσοῦς ἐπὴ δόρατος Xen.)
τὸ λελογχωμένον δ. Arst. — снабженное наконечником древко5) (царский) жезл, скипетр(λαὸν εὐθύνειν δορί Eur.)
6) копье(χάλκεον Hom.; δορὸς λόγχα Eur.; μετὰ ἀσπίδος καὴ δόρατος τὰς πομπὰς ποιεῖν Thuc.)
ἐς δορὸς τάξιν μολεῖν Eur. и εἰς δ. ἀφικνεῖσθαι Xen. — перейти к бою на копьях;ἀπὸ τῶν εὐωνύμων ἐπὴ δ. Polyb. — слева направо;τέν ἐμβολέν ἐκ δόρατος ποιεῖσθαι Polyb. — атаковать справа7) бой, сражение, тж. войнаδορὴ κτήσασθαι Hom. или ἑλεῖν Thuc. — взять с бою, захватить на войне, завоевать;
καὴ τὸ δ. καὴ τὸ κηρύκειον πέμπειν Polyb. — предложить выбор между войной и мирными переговорами8) вооруженные силы, войско(ξύμμαχον δ. Aesch.)
ἐν τροπῇ δορός Soph. — когда войску (было) нанесено поражение -
3 προτροπη
См. также в других словарях:
ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… … Dictionary of Greek
φάτνη — Ξύλινο συνήθως, κατασκεύασμα, μέσα στο οποίο τοποθετείται η τροφή των ζώων. Είναι κυρίως γνωστή με την ονομασία παχνί. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει κατά μήκος του στάβλου μία φ. χωρισμένη σε ίσα διαμερίσματα, όσα και τα ζώα που… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… … Dictionary of Greek
ροή — Η ποσότητα (όγκος) ρευστού που διαπερνά μια ορισμένη επιφάνεια στη μονάδα του χρόνου. Η έννοια της ρ. επεκτάθηκε αργότερα σε όλους τους τύπους διανυσματικών πεδίων. Ο υπολογισμός της ρ. ενός ρευστού, που διατρέχει χωρίς τριβές και με σταθερή… … Dictionary of Greek
τόλμη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τόλμα Α 1. θάρρος, αφοβία, σθένος, περιφρόνηση τού κινδύνου (α. «είχε την τόλμη να υψώσει το ανάστημά του απέναντι στους ισχυρούς» β. «ἐκπεπλῆχθαι μὲν ἐπὶ τῇ πολυφροσύνη τε καὶ τόλμη», Ηρόδ.) 2. συνεκδ. (με κακή σημ.) θράσος,… … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek