-
41 μουσικη
ἥ (sc. τέχνη или ἐπιστήμη)1) музыкальное искусство, музыка(μ. ἐστι ἥ τέχνη, ἣς τὸ κιθαρίζειν καὴ τὸ ἄδειν καὴ τὸ ἐμβαίνειν ὀρθῶς Plat.)
2) общее образование, духовная культура(μ. καὴ πάση φιλοσοφία Plat.)
ἐν μουσικῇ καὴ γυμναστικῇ παιδεύειν Plat. — воспитывать духовно и физически3) умение, искусствоμ. ἐν ἀσπίδι Eur. — умение владеть щитом, т.е. военное искусство
-
42 νεω
I.II.III.III(fut. νεύσομαι и νευσοῦμαι; aor. ἔνευσα; эп. impf. ἕννεον) плавать, плытьκατὰ στόμα ἷξε νέων Hom. — (Одиссей) добрался до устья вплавь;
ἥ τοῦ νεῖν ἐπιστήμη Plat. — уменье плавать(fut. νήσω, aor. ἔνησα; aor. pass. ἐνήθην) прясть(νήματα Hes.; στήμονα Arph.)
τὰ νηθέντα Plat. — пряжа;ἅσσα οἱ νήσαντο Κατακλῶθες Hom. — то, что ему напряли Пряхи, т.е. МойрыIV(aor. ἔνησα; pf. pass. νένησμαι и νένημαι) нагромождать, наваливать, насыпать, складывать(πυράν Her., Plut.; ξύλα Eur.; τὰς πυράς Thuc.)
ἀμφορῆς νενησμένοι Arph. — набросанные в кучу кувшины, т.е. беспорядочная груда бессловесных существ;ἄρτοι νενημένοι Xen. — кучи хлеба -
43 παλαιστρικος
31) любящий искусство борьбы, имеющий влечение к борьбе Arst.2) касающийся борьбы(ἐπιστήμη Arst.)
3) Plut. = παλαιστικός См. παλαιστικος -
44 πεζονομικος
-
45 πολεμικος
31) военный, боевой(κίνδυνοι Thuc.; ἄσκησις Xen.; πλοῖα, σκευή, ἐπιστήμη, βίος Plat.)
2) приученный к военному делу(ἵπποι Xen.)
3) воинственный(ἀνήρ Xen., Plat.; θεοί Plat.)
4) преисполненный вражды, враждебный(ἔρις καἴ ὀργή Xen.)
5) важный в военном отношении, нужный на войне(ἀσπίς, κτῆμα Xen.)
-
46 πολιτικη
-
47 πολιτικος
I31) гражданский, государственный, общественный(λειτουργίαι Dem.; κοινωνία Arst.)
τὸ πολιτικὸν στράτευμα Xen. — войско, состоящее из (местных) граждан;ἥ πολιτικέ χώρα Polyb. (лат. ager publicus) — общественный земельный фонд ( у римлян);ἥ πολιτικέ ἐπιστήμη Plat. — искусство управлять государством, политика;ἄνθρωπος φύσει ζῷον πολιτικόν (sc. ἐστιν) Arst. — человек по природе есть существо общественное2) общеупотребительный(τὰ ὀνόματα Isocr.)
IIὅ государственный деятель, политик Plat., Arst. etc. -
48 πρακτικη
ἡ (sc. ἐπιστήμη) практическое знание, умение Plat. -
49 πραξις
эп.-ион. πρῆξις - εως ἥ1) делоπ. ἰδίη, οὐ δήμιος Hom. — личное, а не общественное дело;
κατὰ πρῆξιν ἢ μαψιδίως ; Hom. — по делу или без дела?2) торговое дело, торговля3) событие, происшествиеἐφοβεῖτο αὐτοὺς διὰ τέν περὴ τῶν Μαντινικῶν πρᾶξιν Thuc. — (Алкивиад) опасался (элидян) в связи с мантинейской историей
4) исход, результат(π. φίλα Pind.; π. οὐρία Aesch.)
5) благоприятный исход, успех, польза(οὔ τις π. ἐγίγνετο Hom.)
ἄνευ τούτων οὐκ ἂν εἴη π. Xen. — без этого ничего не выйдет6) действие, деяние, деятельность(πράξεις ἀποστόλων NT.)
πράξεσιν, οὐχὴ λόγοις Dem. — действиями, а не словами;αἱ τῶν ἀγαθῶν πράξεις Plat. — созидание благ;τῶν χειρῶν πράξεις Plat. — движения рук;π. ποιητική Plat. — поэтическое творчество;7) дельность, опытность, предприимчивость8) общение(ἥ π. ἥ γεννητική Arst.)
ἥ π. Aeschin. — половой акт9) положение, состояние, судьбаτέν ἑωϋτοῦ πρῆξιν ἀπέκλαιε Her. — (Камбис) оплакивал свою судьбу;
πέφρικ΄ εἰσιδοῦσα πρᾶξιν Ἰοῦς Aesch. — я содрогаюсь, видя участь Ио10) хитрость, козни(π. καὴ ἐπιβουλέ ἐπὴ τέν πόλιν Polyb.)
π. κατά τινος и ἐπί τινα Polyb. — козни против кого-л.11) исполнение, свершение(τοῦ ἔργου Plat.)
ταχεῖα γ΄ ἦλθε χρησμῶν π.! Aesch. — быстро же осуществились прорицания!12) взимание, взыскание(τοῦ μισθοῦ Plat.; τῶν καταδικασθέντων Arst.)
13) требование (о возврате чего-л.), притязаниеπρᾶξίν τινος λαβεῖν Eur. — получить возмещение за что-л.
14) pl. политическая или общественная деятельностьἡ περὴ τὰς πράξεις ἐπιστήμη Dem. — политическая наука
-
50 προσστελλω
приставлять, прилаживать, приделывать(τί τινι Luc.)
προσστέλλεσθαι τοῖς ὀρεινοῖς Plut. — прислоняться к горам, т.е. располагать войска у подножия гор;προσεσταλμένος τινί Luc. — плотно прилегающий к чему-л.;ἥ θρὴξ προσεσταλμένη Arst. — гладкая шерсть;ἰσχία προσεσταλμένα Xen. — узкие бедра;ἐπιστήμη προσεσταλμένη Plat. — скромная (не высокомерная) ученость -
51 πυκτικος
-
52 σαφηνιστικος
-
53 σοφια
эп.-ион. σοφίη ἥ1) мастерство, искусство (sc. τέκτονος Hom.)σ. δημηγορική Plat. — искусство убеждения;
οὐ σοφίᾳ, ἀλλὰ φύσει Plat. — не искусством, а в силу врожденного дара;ἥ σ. ἐν ταῖς τέχναις Arst. — мастерство в области искусств2) сметливость, изворотливость, ловкость(σοφίᾳ, μέ βίᾳ τῶν κρεισσόνων Eur.)
σοφίῃ χρᾶσθαι Her. — пускать в ход хитрость3) разумность, рассудительность, житейская мудрость, практический ум Her.ἡ περὴ τὸν βίον σ. Plat. — житейский ум
4) ученость, просвещенность, знание(ἥ σ. καὴ ἀμαθία τινός Plat.)
5) наукаἔστι δὲ σ. τις ἥ φυσική Arst. — естествознание есть некая наука;
ἥ σοφία περὴ ἀρχάς Arst. — наука о первоначалах, т.е. философия6) (высшая) мудрость, философское знание, т.е. философия(ἥ σ. περί τινας αἰτίας καὴ ἀρχάς ἐστιν ἐπιστήμη Arst.)
-
54 στατικη
-
55 στρατηγικη
-
56 στρατηγικος
-
57 υπηρετεω
1) служить во флоте, тж. управлять кораблем2) служить, помогать, содействовать(τινι εἴς τι Her., Xen., τινι πρός τι Dem. и τινί τι Soph., Eur., Xen., Plat.)
αὑτοῖς ὑ. Arst. — заботиться о себе самих;τὰ ἀπ΄ ἡμέων ἐς ὑμέας ἐπιτηδέως ὑπηρετέεται Her. — (все), чем мы располагаем, к вашим услугам;τὰ συμφέροντα ὑ. τινι Xen. — оказывать полезные услуги кому-л.;τὰ λοίφ΄ ὑ. Soph. — помогать в остальном, довершать;ὑ. τῇ νόσῳ Soph. — помогать бороться с болезнью;ἥ ὑπηρετοῦσα ἐπιστήμη Arst. — служебная наука3) исполнять, повиноваться(τοῖς νόμοις Lys.; τὸ κελευόμενον Xen.)
καλῶς ὑ. τινὴ προστάξαντι Xen. — точно выполнять чьи-л. распоряжения;Ζεὺς, ᾧ δέδοκται ταῦθ΄, ὑπηρετῶ δ΄ ἐγώ Soph. — это было угодно Зевсу, а я (лишь) исполняю -
58 φυσικη
-
59 φυσικος
I31) прирожденный, природный(διδακτὸς ἢ φ. Xen.)
τὸ δίκαιον φυσικόν Arst. (лат. jus naturale) — естественное право2) естественный, физическийἡ φυσικέ ἐπιστήμη (тж. θεωρία или φιλοσοφία) Arst. — основы естествознания;
τὰ πρῶτα καὴ φυσικώτατα Plut. — первоначала природыIIὅ естествоиспытатель, естествоведοἱ φυσικοί Arst., Plut. «физики» ( философы ионической и отчасти элейской школы);
ὅ φυσικώτατος Luc. — первый из философов ионической школы, т.е. Θαλῆς -
60 χειρουργικος
31) ремесленныйἡ χειρουργικέ ἐπιστήμη Arst. — мастерство
2) практический, технический, исполнительский
См. также в других словарях:
Επιστήμη — (episteme) (греч.) знание (точное); наука. Достоверное знание. см. Мнение и знание. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
ἐπιστήμη — acquaintance with fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστήμῃ — ἐπιστήμη acquaintance with fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek
επιστήμη — η 1. πλήρης και ακριβολογημένη γνώση ορισμένων θεμάτων. 2. σύνολο γνώσεων που αναφέρονται σε ορισμένο κύκλο φαινομένων και που υπάγονται σε γενικούς νόμους, καθώς και η μεθοδική έρευνα αυτών των φαινομένων: Θετικές επιστήμες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… … Dictionary of Greek
εικονολογία — Επιστήμη μελέτης της εικονογραφίας. Ο όρος ε. αναφέρεται για πρώτη φορά στο ομότιτλο βιβλίο του Τσέζαρε Ρίπα (Ρώμη, 1593), παρότι εκεί η λέξη έχει την έννοια της φανταστικής δημιουργίας συμβόλων, εικόνων ή προσωποποιήσεων. Η σύγχρονη επιστήμη της … Dictionary of Greek
φαρμακολογία — Επιστήμη που μελετά τις ουσίες που έχουν την ικανότητα να προκαλούν λειτουργικές μεταβολές στα κύτταρα και στους οργανισμούς. Η φ. δεν περιορίζεται στη μελέτη των θεραπευτικών ουσιών, αλλά επεκτείνει το ενδιαφέρον της και στα δηλητήρια και στις… … Dictionary of Greek