-
1 επιρρηματικώς
-
2 ἐπιρρηματικῶς
-
3 ἀπτωτί
1 without a fall φῶτας δ' ὀξυρεπεῖ δόλῳ ἀπτωτὶ δαμάσσαις (Bergk: ἀπτῶτι codd.: ἐπιρρηματικῶς. Σ.) O. 9.92 -
4 ἐκφέρω
Aἐξοίσω Hdt.3.71
: [dialect] Ion. [tense] aor. ἐξήνεικα:—[voice] Pass.,ἐξοισθήσομαι E.Supp. 561
: [tense] fut. [voice] Med. ἐξοίσομαι in pass. sense, Hdt.8.49,76:— carry out of,τινὰ πολέμοιο Il.5.664
, etc.;ὅπλα ἐκ μεγάρου ἐξενηνειγμένα Hdt.8.37
, cf. E.Ph. 779;ἐ. πεύκας Ar.Fr. 599
;γραμματεῖον Id.Nu. 19
;ἐξένεγκέ μοι τὴν κοπίδ' ἔξω Men.Pk. 332
.2 carry out a corpse for burial,ἐξέφερον θρασὺν Ἕκτορα δάκρυ χέοντες Il.24.786
, cf. Hdt.7.117, Antipho 6.21 ([voice] Pass.), etc.; also, cause death, εἰ ὑπερβάλλουσινἀλγηδόνες, ἐξοίσουσι Plot.1.4.8
.3 carry away,τρί' ἄλεισα Od.15.470
, cf. Test.Epict. 2.22, etc.; carry off as prize or reward,ἄεθλον Il.23.785
:—more freq. in [voice] Med., τὠυτὸ (of a victory)ἐξενείκασθαι Hdt.6.103
; κλέος, δόξαν, S.El.60, D.14.1, etc.; accomplish, Aeschin.2.66.4 carry ashore,ἐπὶ Ταίναρον Hdt.1.24
, etc.; cast ashore,πόντου νιν ἐξήνεγκε.. κλύδων E.Hec. 701
:—[voice] Pass., with [tense] fut. [voice] Med., come to land, be cast ashore, ἐς τοὺς ἑωυτῶν ἐξοίσονται Hdt.S.49, cf. 76, 2.90.II bring forth, in various senses:1 of women, = φέρειν μέχρι τέλους, bring to the birth, Hp.Nat.Mul.19;εἰς φῶς κύημα Pl.R. 461c
, cf. Arist. HA 577b23, al.; of plants, bear seed, Id.GA 731a22; of the ground, bear fruit, Δήμητρος καρπὸν ἐ. Hdt.1.193, 4.198.2 bring about, accomplish,μισθοῖο τέλος Il.21.451
;τὸ μόρσιμον Pi.N.4.61
;κακίας μεγάλας ὥσπερ ἀρετὰς αἱ μεγάλαι φύσεις ἐ. Plu.Demetr.1
:—[voice] Pass., .3 publish, deliver,χρηστήριον Hdt.5.79
;ἐ. λόγον S.Tr. 741
, Pl.Mx. 236c, cf. Plu.Them.23; ; of public measures, refer,ἐξενεῖκαι ἐς τὸν δῆμον Hdt.9.5
;ἐς πολύφημον ἐξενείκαντας Id.5.79
; ἐ. προβούλευμα εἰς τὸν δῆμον bring a project of law before the people, D.59.4 (so in [voice] Med.,ἐκφέρεσθαι προβούλευμα εἰς τὴν ἐκκλησίαν Aeschin. 3.125
): abs., freq. in [dialect] Att. Inscrr.,ἡ δὲ βουλὴ ἐς τὸν δῆμον ἐξενεγκέτω ἐπάναγκες IG12.76.61
, cf. 22.360.47; of authors, publish a work, Isoc. 9.74, Arist.Po. 1447b17, D.H.Comp.1, Plu.2.10c, etc.:—[voice] Med., ἐκφέρεσθαι γνώμην declare one's opinion, Isoc.5.36:—[voice] Pass.,εἰς Ἕλληνας ἐξοισθήσεται E.Supp. 561
.4 produce, exhibit, Lys.19.30; display,δείγματα εἰς φῶς Pl.Lg. 788c
, cf. D.19.12;φανερῶς τὸ μῖσος εἴς τινας Plb.15.27.3
;ἐ. τὴν ἰατρικὴν ἐπιστήμην D.S.5.74
.6 put forth, exert, :—and in [voice] Med., (lyr.).9 ὅρον ἐ. produce a definition, Arist.Metaph. 1040b2; express,διάνοιαν Phld.Po.5.26
, al.; ' word' a sentence, D.H.Comp.3 ([voice] Pass.), 7; utter, Demetr.Eloc.94; cite, adduce, ib. 142; πρὸς ἑαυτὸν ἐ. soliloquize, Sch.Pi.O.1.5.b [voice] Pass., of words, to be formed,κατὰ μίμησιν Demetr.Eloc. 220
;ἐπιρρηματικῶς A.D.Adv.175.28
; διὰ τοῦ ε ¯ ἐ. ib.193.5.III [voice] Pass., to be carried beyond bounds, : mostly metaph., to be carried away by passion,ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς Th.3.84
, cf. Chrysipp.Stoic.3.127; πρὸς ὀργὴν ἐκφέρει givest way to passion, S.El. 628; ἐ. πρὸς αἰδῶ is inclined to feel respect, E.Alc. 601 (lyr.);λέγων ἐξηνέχθην Pl.Cra. 425a
; ;πρὸς τὸ ἄγριοι πολῖται γενέσθαι X.Cyr.1.6.34
; πάθος defined asὁρμὴ ἐκφερομένη καὶ ἀπειθὴς λόγῳ Stoic.3.92
:—later in [voice] Act., [θυμὸς] ἐ. τινὰ τοῦ λογισμοῦ Philostr. Im.2.21
.IV bring to one's end, bring on to the trail,εὖ δέ σ' ἐκφέρει.. βάσις S.Aj.7
; κινδυνεύει ὥσπερ ἀτραπός [τις] ἐκφέρειν ἡμᾶς [ἐν τῇ σκέψει] Pl.Phd. 66b, cf.IG12.94.37:—[voice] Pass., ἐξηνέχθην εἰς ἅπερ Πρωταγόρας λέγει Pl.Cra. 386a.V intr. (sc. ἑαυτόν) shoot forth (before the rest),ὦκα δ' ἔπειτα αἱ Φηρητιάδαο.. ἔκφερον ἵπποι· τὰς δὲ μέτ' ἐξέφερον Διομήδεος.. ἵπποι Il.23.376
, cf. 759; also, to run away, X.Eq.3.4.2 come to fulfilment,ὁρᾷς τὰ τοῦδε.. ὡς ἐς ὀρθὸν ἐκφέρει μαντεύμᾰτα S.OC 1424
; come to an end, Id.Tr. 824 (lyr.).
См. также в других словарях:
ἐπιρρηματικῶς — ἐπιρρηματικός adverbial adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπαγε — ἄπαγε (προστ. του απάγω χρησιμοποιείται επιρρηματικώς) (Α) βλ. απάγω … Dictionary of Greek
ακαρής — ἀκαρὴς ( οῡς), ὲς (Α) 1. πάρα πολύ κοντός, ελάχιστος (για μαλλιά τόσο κοντά που δεν μπορεί κανείς να τά κουρέψει) 2. (για χρονικό διάστημα) συντομότατος, στιγμιαίος «ἐν ἀκαρεῑ χρόνου», στη στιγμή (Αριστοφ. Πλούτ. 244) «ἐν ἀκαρεῑ», στη στιγμή,… … Dictionary of Greek
επαγωγός — ό (Α ἐπαγωγός, όν) [επάγω] ελκυστικός, θελκτικός, γοητευτικός («επαγωγός δάσκαλος», «επαγωγός διδασκαλία, ομιλία», «επαγωγό θέμα») αρχ. 1. αυτός που επιφέρει ή προκαλεί κάτι («ἐπαγωγός μανίας», Αισχύλ.) 2. απατηλός, σαγηνευτικός («ἀκούσαντες...… … Dictionary of Greek
επιρρηματικός — ή, ό (AM ἐπιρρηματικός, ή, όν) [επίρρημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται οτο επίρρημα ή εκφέρεται με επίρρημα 2; φρ. α) «επιρρηματικοί προσδιορισμοί» οι προσδιορισμοί που εκφέρονται είτε με επίρρημα είτε με πλάγια πτώση εμπρόθετη ή χωρίς… … Dictionary of Greek
καθέκαστα — τα (AM καθέκαστος, κάστη, Μ και καστη, καστον) (νεοελλ. μόνο το ουδ. πληθ.) τα καθέκαστα οι μερικότητες, οι λεπτομέρειες ενός θέματος ή γεγονότος ή μιας υπόθεσης («έμαθα τα καθέκαστα για την υπόθεση») μσν. 1. (ως αντων.) ο καθένας χωριστά 2.… … Dictionary of Greek
μεταξύ — (ΑΜ μεταξύ, Α και μετοξύ) επίρρ. 1. (με άρθρ. ή χωρίς άρθρ.) μεταξύ ή το μεταξύ α) (τοπικά) στο μέσο, στη μέση, ανάμεσα («οὐδέ καρπὸν ἐδηλήσαντ , ἐπεὶ ἦ... μεταξὺ οὔρεά τε σκιόεντα θάλασσά τε ἠχήεσσα», Ομ. Ιλ.) β) ανάμεσα σε δύο χρονικά σημεία 2 … Dictionary of Greek
ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) … Dictionary of Greek
όδε, ήδε, τόδε — (Α ὅδε, ἥδε, τόδε) (δεικτική αντωνυμία τής αρχαίας ελληνικής η οποία σχηματίστηκε με την προσθήκη τού εγκλιτικού δε στην παλαιά δεικτική αντωνυμία ὅ, ἥ, τό και κλίνεται σε όλες τις πτώσεις όπως αυτή) 1. (χρησιμοποιείται, σε αντίθεση με τις… … Dictionary of Greek