-
1 μέλω
Grammatical information: v.Meaning: `be anxious, care for, go to the heart'; ἐπι-μέλομαι and - έομαι Schwyzer 721) `care for', μετα-μέλομαι, μετα-μέλει μοι `repent' (IA.).Other forms: 3. sg. μέλει μοι, μέλομαι, fut. μελήσω, - σει, - σομαι (Il.), aor. μελῆσαι, ἐμέλησε (Att.), pass. μεληθῆναι (S.), perf. μέμηλα, -ε (Il.), midd. μέμβλεται, - το (Il., with new present μέμβλομαι [A. R., Opp.]), μεμέληκε (Att.), μεμέλημαι (Theoc., Call.)Derivatives: 1 μέλημα n. `anxiety, object of care, darling' (Sapph., Pi., A.), μελησμός `care' (EM). 2. μελέτωρ, - ορος m. `who cares for' = `avenger' (S. El. 846); cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 10f., Benveniste Noms d'agent 32. - 3. μελετάω `care for, study, practise oratory' (Hes., h. Merc.) beside μελέτη `care, educator, pactice etc.' (Hes.); because of the accent (: γενετή, τελετή a. o.) prob. at least partly backformation like e.g. ἀγάπη from ἀγαπάω; diff. e.g. Fraenkel Nom. ag. 2, 115 a. 152, Porzig Satzinhalte 246; on the deverbatives in - ( ε)τάω Schwyzer 705; from this μελετη-ρός `who likes practice' (X.). From μελετάω: μελέτ-ημα `practise' (Att.), - ησις `id.' (AB). - ητικός `caring' (LXX), - ητής m. `trainer' (Aristid.), - ητήριον `place for practice' (Plu.). -- 4. μελε-δῶνες f. pl. (late sg.) `cares, concerns' (v. l. τ 517, h. Hom., Hes., Thgn.), also μελη-δόνες, - δών `id.' (Simon., A. R.); - εδων- and - ηδον- both metr. conditioned for - εδον-; μελεδῶναι pl. `id.' (v.l. τ 517, Sapph., Theoc., sg. - ώνη Hp.); on - ών: - ώνη Egli Heteroklisie 12; μελεδωνός m. f. `watcher' (Ion.; Fraenkel Nom. ag. 1, 234), - ωνεύς `id.' (Theoc.; Boßhardt 65). Here as denominat. μελεδαίνω `care for' (Ion., Archil.; Schwyzer 724; besides μελεταίνω Argos VIa after μελετάω) with μελεδήματα pl. = μελε-δῶνες (Ψ 62; after νοήματα, Porzig Satzinhalte 187; cf. also Debrunner IF 21, 34), μελεδήμων `caring' (Emp., AP; after νοήμων a. o., Chantraine Form. 173), μελεδ-ηθμός `practice' (Orac.); backformation μελέδη f. `care' (Hp.; after μελέτη). -- From ἐπι-μέλομαι: 1. ἐπιμελ-ής `caring for, anxious, who is at the heart' (IA.) with verbal function of the σ-stem (Schwyzer 513); from it ἐπιμέλεια `care, attention' (Att.); 2. ἐπιμελη-τής m. `who cares, governor' etc. To μετα-μέλομαι analogically μεταμέλεια `repentance, change of mind' (Att.); also (backformation) μετάμελος `id.' (Th. 7, 55).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Beside the full grade thematic root-present μέλω (Schwyzer 684) stands with remarkable lengthened grade the perfect μέμηλα (archaic; s. Specht KZ 62, 67 with Schulze), to which with zero grade and remarkable thematic vowel the middle μέμβλεται, - το for *με-μλ-ε- (Schwyzer 770 a. 768, Chantraine Gramm. hom. 1, 426 u. 432). The η-enlargement in μελ-ή-σω (Schwyzer 782 f., Chantraine 1, 446) conquered in time the whole verbal system: μελῆ-σαι, - θῆναι, μεμέλη-κε, - μαι. -- No convincing etymology. Against the connection with μέλλω (e.g. Curtius 330f., Pok. 720, Hofmann Et. Wb.) WP. 2, 292, who considers the connection with μάλα `very', Lat. melior `better' (Prellwitz, Brugmann Grundr.2 2: 3, 459, Bq). (W.-) Hofmann s. melior reminds after Loth Rev. celt. 41, 211 of Welsh gofal `caree', diofal `without care, quiet', dyfal `attent'. -- Machek Studia in hon. Acad. d. Dečev 51 f. wants to equate μέλει μοι with Čech. mele mne `I am grieved'.Page in Frisk: 2,204-206Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μέλω
См. также в других словарях:
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
Ουγκάντα — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με το Σουδάν, Α με την Κένυα, Δ με τη Δημοκρατία του Κονγκό· Ν ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη λίμνη της Βικτόριας και μόνο στο δυτικό τμήμα συνορεύει με την Τανζανία και με τη Ρουάντα.Η Ο. (η ονομασία … Dictionary of Greek
αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… … Dictionary of Greek
αναπαιδαγώγηση — Σύνολο ενεργειών που επιδιώκουν να επαναφέρουν άτομα που κωλύονται από χρόνια κατωτερότητα σε μια πλήρη απόλαυση των κοινωνικών δικαιωμάτων τους. Η έννοια της α. πρέπει να νοηθεί με ευρύτητα, δεδομένου ότι η αντικειμενική κατωτερότητα μπορεί να… … Dictionary of Greek
Φάλια, Μανουέλ ντε– — (Falla, Κάδιξ 1876 – Άλτα Γράθια, Αργεντινή 1946). Ισπανός συνθέτης. Στην επιμελή και μακρόχρονη προπαρασκευή του φαίνεται να αντανακλάται ο μόχθος της ισπανικής μουσικής παιδείας, που, ιδιαίτερα στα χρόνια της νεανικής του ζωής, έτεινε να… … Dictionary of Greek
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
Φουκς, Λέοναρντ — (Fuchs, Βέμντινγκ, Βαυαρία 1501 – Τίνμπιγκεν 1566). Γερμανός βοτανολόγος και γιατρός. Υπήρξε ένας από τους πρώτους που μελέτησαν τα φυτά με βάση την κατευθείαν παρατήρηση. Με το αξιόλογο έργο του Περί της ιστορίας των ριζών (1542) προσπάθησε να… … Dictionary of Greek