Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μελέτωρ

См. также в других словарях:

  • μελέτωρ — μελέτωρ, ορος, ὁ (Α) 1. αυτός που προνοεί ή φροντίζει για κάποιον ή για κάτι 2. εκδικητής, τιμωρός («ἐφάνη γὰρ μελέτωρ ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλω «προνοώ, φροντίζω» + επίθημα τωρ (πρβλ. διδάκ τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • μελέτωρ — one who cares for masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλω — (ΑM μέλω) (το γ εν. ενεργ. ενεστ. ως απρόσ.) μέλει αποδίδεται από κάποιον σημασία σε κάτι, είναι κάτι αντικείμενο φροντίδας κάποιου (α. «δεν μέ μέλει που δεν ήλθε» β. «οὐδέν μοι μέλει», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «να μη σέ μέλει εσένα» να μην… …   Dictionary of Greek

  • mel-3 —     mel 3     English meaning: to hesitate     Deutsche Übersetzung: “zögern”     Material: Gk. μέλλω, Fut. μελλήσω “zögere, bin in Begriffe” (μόλις “barely”?); μέλει μοι “es liegt mir am Herzen”, μέλω, ομαι, ήσω, μέμηλα (Dor. μέμᾱλα), μέμβλεται …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»