Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπικούρων

См. также в других словарях:

  • ἐπικουρῶν — ἐπί ἐπικουρέω to be an pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπικούρων — Ἐπίκουρος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικούρων — ἐπίκουρος helper masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπικούρων — ἐπικούρων , ἐπίκουρος helper masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικουρώ — (AM ἐπικουρῶ, έω) [επίκουρος] βοηθώ, συντρέχω («ἀλλὰ ἑ Μοῑρα ἦγ’ ἐπικουρήσοντα μετὰ Πρίαμόν τε καὶ υἷας», Ομ. Ιλ.) μσν. υπερασπίζω αρχ. 1. (με δοτ. προσ.) βοηθώ κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση («ἀλλ’ ἐπικουρῶν κρύβδην ἑτέροισι ποιηταῑς»,… …   Dictionary of Greek

  • επικουρία — η (AM ἐπικουρία) [επίκουρος] 1. βοήθεια, συνδρομή, ενίσχυση («ἐπικουρίας δεῑσθαι», Θουκ.) 2. εφεδρεία στρατού («καὶ τ’ ἄλλα πλοῑα πᾱσά θ’ ἡ ‘πικουρία εὔτρεπτος», Αισχύλ.) αρχ. 1. η θέση τών επικούρων, τών μάχιμων, στην πλατωνική Πολιτεία 2.… …   Dictionary of Greek

  • νωλεμέως — (Α) [νωλεμές] επίρρ. 1. συνεχώς, αδιαλείπτως 2. καρτερικά («ἀρχοὺς λισσομένῳ τηλεκλητῶν ἐπικούρων νωλεμέως ἐχέμεν», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»