Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπηρείας

См. также в других словарях:

  • ἐπηρείας — ἐπηρείᾱς , ἐπήρεια insulting treatment fem acc pl ἐπηρείᾱς , ἐπήρεια insulting treatment fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ноужа — НОУЖ|А (578), Ѣ (А) с. 1.Принуждение, воздействие силой; притеснение: ѡна же... съ гнѣвъмь великъмь въпи˫ааше. о нѹже старьцѧ сего ˫ако имыи с҃на моѥго и съкрывыи въ пещерѣ не рачить ми ѥго ˫авити. ЖФП XII, 32в; Аште кто каженикъ бѹдеть нѹжею… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αγικός — ή, ό [άγιος] 1. αυτός που αναφέρεται σε άγιο 2. (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα αγικά α) όλα τα εκκλησιαστικά αντικείμενα, όπως εικόνες, άμφια, σκεύη, άνθη επιταφίου κ.λπ. β) θρησκευτικές ιεροτελεστίες (ευχέλαιο, αγιασμός, εξορκισμοί) που αποβλέπουν… …   Dictionary of Greek

  • μεσεμβόλησις — μεσεμβόλησις, ἡ (Α) [μεσεμβολώ] αστρολ. παρέμβαση, παρεμβολή ή μεσολάβηση τής πλανητικής επήρειας …   Dictionary of Greek

  • τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …   Dictionary of Greek

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»