-
1 επηρείας
ἐπηρείᾱς, ἐπήρειαinsulting treatment: fem acc plἐπηρείᾱς, ἐπήρειαinsulting treatment: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ἐπηρείας
ἐπηρείᾱς, ἐπήρειαinsulting treatment: fem acc plἐπηρείᾱς, ἐπήρειαinsulting treatment: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 επηρεια
ἥ [ἀραρίσκω]1) причинение зла, вредπρὸς ἐπήρειαν Arst. и κατ΄ ἐπήρειαν Amipsias ap. Diog.L. — из желания вредить, в ущерб;
ἐξ ἐπηρείας τύχης Plut. — по злобе судьбы2) клевета, поношение, оскорбительное отношениеκατ΄ ἐπήρειαν Thuc. и ἐν ἐπηρείας τάξει Dem. — нагло, в оскорбительной форме
-
4 τάξις
τάξις, ἡ, 1) das Ordnen oder Stellen, die Ordnung, Stellung, Anordnung, Einrichtung; τοῦ νομοϑέτου, Plat. Polit. 305 c; ἡ τῶν νόμων τάξις, Plut. Lyc. 4; ἐπιστήμης οὔτε νόμος οὔτε τάξις οὐδεμία κρείττων, Plat. Legg. IX, 875 c, u. öfter in dieser Vrbdg, τάξιν ποιεῖσϑαι, anordnen, Polit. 294 e; übh. Ordnung, Ggstz von ἀταξία, Tim. 30 a, so τάξεως καὶ κόσμου τυχοῦσα οἰκία, Gorg. 504 a, u. öfter. Bes. – a) die Aufstellung der Soldaten in Reih u. Glied oder in Schlachtordnung; Thuc. 7, 5, ὅπλα λαμβάνειν καὶ εἰς τάξιν τίϑεσϑαι, Xen. Hell. 6, 5, 28; ἐν τάξει ἔχειν, An. 1, 7, 20, τάξιν ποιεῖν, Cyr. 7, 1, 5. – b) die Bestimmung, Festsetzung, φόρου, Auferlegung eines Tributs. – 2) das Geordnete, Gestaltete, bes. – a) bei den Soldaten Reih und Glied. Schlachtordnung; Her 1, 82. 9, 26. 27; εἰς μάχην καὶ δορὸς τάξιν μολεῖν, Eur. Phoen. 701; τάξιν φυλάσσων, Rhes. 664; στρατὸν ἐπὶ τάξεσιν ὄντα, Bacch. 303; ἐς τάξιν καϑίστασϑαι, ἀνάγειν, Thuc. 4, 93; Ar. Av. 400; τάξιν διασπᾶν, Thuc. 5, 70; eine Abtheilung Soldaten, ξὺν ἑπτὰ τάξεσιν, Soph. O. C. 1313, Her. 6, 111; bes. in Athen die Abtheilung des Fußvolks, die eine jede φυλή ins Feld stellen mußte und die der ταξίαρ χος befehligte, Lys. 16, 16, bei den Folgdn bald größere, bald kleinere Schaar, Xen. An. 1. 2, 46 u. öfter, vgl. 6, 3. 11 Cyr. 2, 1, 25. – Allgemeiner, φιλία γὰρ ἥδε τάξις, Aesch. Prom. 128, die Schaar; auch Sp. – b) der in der Schlachtordnung angewiesene Platz, Posten; Her. 1, 82. 9, 26. 27 u. sonst; τὴν τάξιν λείπειν, Plat. Apol. 29 a; ᾑ ἕκαστος τήν τάξιν ἔχει, Xen. An. 4, 3, 29, u, öfter, τάξιν διαφυλάττειν, Cyr. 5, 3, 43, Folgde. – Uebh. Platz, Stellung im bürgerlichen Leben, Rang u. dgl.; καίπερ ὑπὸ χϑόνα τάξιν ἔχουσα, Aesch. Eum. 374; Αἴαντος, ἔνϑα τάξιν ἐσχάτην ἔχει, Soph. Ai. 4; Xen. Mem. 2, 1, 7; τῆς τάξεως μὴ παραχωρεῖν, ήν οἱ ὑμέτεροι πρόγονοι κτησάε μενοι κατέλιπον, Dem. 3, 36; ὡς τίνα τάξιν ἑαυτὸν ἔταξεν Αἰσχίνης ἐν τῇ πολιτείᾳ, welche Stellung nahm er ein, 19, 9; ἐν ἐχϑροῠ τάξει, in der Eigenschaft eines Feindes, als Feind, 20, 81; vgl. εἰς ὑπηρέτου σχῆμα καὶ τάξιν προελήλυϑεν ἡ πόλις, 23, 210; ὕστερον ὃν τῇ τάξει, der Zeit, der Ordnung nach, πρότερον τῇ δυνάμει, 3, 15; ἡ τοῦ δικαίου τάξις, 14, 35; οὐδ' ἐν ἐπηρείας τάξει καὶ φϑόνου τοῦτο ποιεῖν, 18, 13; τὴν τῆς εὐνοίας τάξιν ἐν τοῖς δεινοῖς οὐκ ἔλιπον, 18, 173, u. öfter so zur Umschreibung dienend; κατασκόπου τάξιν ἔχων, Pol. 4, 3, 7, vgl. 3, 20, 5; u. so auch Sp.
-
5 ἐπήρεια
ἐπήρεια ( ἀρειά?), ἡ, Drohung, übermüthige, schmähliche Behandlung, wenn man aus Mißgunst dem Andern Schaden zufügt, vgl. ἐπηρεασμός, Dem. neben ὕβρις, λοιδορία, προπηλακισμός, 18, 12; οὐδ' ἐν ἐπηρείας τάξει καὶ φϑόνου ποιεῖν ib. 13; ἡ περὶ τὸν χορὸν ἐπ. 21, 25; Is. 4, 5; bes. bei. Sp., N. T. u. Ios.; εἴς τινα, D. Sic. 19, 8; – κατ' ἐπήρειαν, z. B. κελεύειν, in böswilliger Absicht, zu schaden, Thuc. 1, 26; τουτὶ τὸ κακὸν τῶν σκυτοτόμων κατ' ἐπήρειαν γεγένηται, zum Schaden der Schuster, Amips. D. L. 2, 28; bei Arist. Pol. 3, 16 πρὸς ἐπήρειαν, im Ggstz von πρὸς χάριν.
-
6 τάξις
A arranging, arrangement:I in military sense:1 drawing up in rank and file, order or disposition of an army, Th.5.68 (init.), 7.5, etc.; τὰ ἀμφὶ τάξεις rules for it, tactics, X.An.2.1.7;τ. καὶ ἀντίταξις Phld.Piet.12
.2 battle array, order of battle,κατὰ τάξιν Hdt.8.86
;ἐν τάξει Th.4.72
, etc.; ἐς τάξιν καθίστασθαι, ἀνάγειν, ib.93, Ar.Av. 400 (anap.); ἵνα μὴ διασπασθείη ἡ τ. Th.5.70; of ships,ἀποπλῶσαι ἐκ τῆς τάξιος Hdt.6.14
.3 a single rank or line of soldiers, ἐπὶ τάξιας ὀλίγας γίγνεσθαι to be drawn up a few lines deep, ib. 111, cf. 9.31;ἐλύθησαν αἱ τ. τῶν Περσῶν Pl.La. 191c
.4 body of soldiers, A.Pers. 298, S.OC 1311; esp. at Athens, the quota of infantry furnished by each φυλή (cf.ταξίαρχος 11
), Lys.16.16; but freq. of smaller bodies, company, X.An. 1.2.16, 6.5.11, etc.; ἱππέων τ. ib.1.8.21; so of ships, squadron, A.Pers. 380: generally, band, company, φιλία γὰρ ἥδε τ., of the chorus, Id.Pr. 128 (lyr.);ἐμφανίσας μοι ἐν ᾗ ἔσομαι τάξει PCair.Zen. 409.6
(iii B.C.).b esp. a contingent of 128 men, Ascl.Tact.2.8, Arr.Tact.10.2, Ael.Tact.9.3.c in late Gr., membership of the militia palatina (cf. ταξεώτης), Lib.Or.27.17.5 post or place in the line of battle, ἀξιεύμεθα ταύτης τῆς τ. Hdt.9.26, cf. 27;ἐν τῇ τ. εἶχε ἑωυτόν Id.1.82
; μένειν ἐν τῇ ἑωυτοῦ τ. Id.3.158;τ. φυλάξων E.Rh. 664
;ἡ τ. φυλακτέα X.Cyr.5.3.43
;ᾗ ἕκαστος τὴν τ. εἶχεν Id.An. 4.3.29
;τῆς πρώτης τ. τεταγμένος Lys.14.11
, cf. Th.5.68 (fin.); ἐκλιπόντας τὴν τ. Hdt.5.75, cf. 9.21; λείπειν τὴν τ. And.1.74, Pl.Ap. 29a, D.13.34, 15.32, Aeschin.3.159, etc.;παραχωρεῖν τῆς τάξεως D.3.36
, etc.; but ἡγεμὼν ἔξω τάξεων officer on the unattached list, Arch.Pap.3.188, cf. Sammelb. 599, OGI 69 ([place name] Coptos); so οἱ ἔξω τάξεως staff-officers, aides-de-camp, D.S.19.22.II generally, arrangement, order,ἡμερῶν τ. εἰς μηνῶν περιόδους Pl.Lg. 809d
; ἡ τῶν ὅλων τ. X.Cyr.8.7.22; disposition,τῆς ψυχῆς Gorg.Hel.14
: Rhet., disposition, opp. λέξις, Arist.Rh. 1414a29;ἡ τ. τοῦ λόγου Aeschin.3.205
, cf. D.18.2, Sor.1.18, Gal.Libr.Ord.1; ὕστερον τῇ τ. D.3.15, cf. Gal.6.68, 16.533; ἐν τ. εἶναι, = μένειν, Pl.Tht. 153e;τ. καὶ ἠρεμία Arist.EE 1218a23
;εἰ τὰ γυμνάσια ἔχοι τὴν τ. ἐνταῦθα Id.Pol. 1331a37
; difft. from θέσις or mere position, Id.Ph. 188a24, Thphr.Sens. 60 ( θέσεως τ. Gal.6.194; τ. θέσεως is dub. l. in 16.709); ἡ κατὰ τ. τινὰ βασιλεία, opp. ἀόριστος τυραννίς, Arist.Rh. 1366a2; καὶ τοῦτο κατὰ τ., ἕως.. and so on, until.., Sor.2.62.2 order, regularity,εἰς τ. ἄγειν ἐκ τῆς ἀταξίας Pl.Ti. 30a
;τ. καὶ κόσμος Id.Grg. 504a
; οὔτε νόμος οὔτε τ. Id.Lg. 875c, cf. R. 587a;τ. περιόδου Epicur.Ep.2p.42U.
;διὰ τάξεως γίγνεσθαι Pl.Lg. 780a
; τάξιν ἔχειν to be regular, Thphr. HP3.9.6; ἐν τάξει in an orderly manner, Pl.Lg. 637e; so (Nysa, i B.C., rendering of Lat. ordine).b prescription, τὴν τοῦ λυσιτελοῦντος τοῖς σώμασι ποιεῖσθαι τ. Id.Plt. 294e; recipe, cj. in PHolm.2.2.4 τ. τοῦ φόρου assessment of tribute, X.Ath.3.5, cf. IG12.63.2, al.; τῶν ὀφειλημάτων περὶ τῆς πράξεως ib.57.13, cf. Lex ap.D.24.45; τ. τῆς ὑδρείας a ration of water, Pl.Lg. 844b.III metaph. from 1.5, post, rank, position, station,ὑπὸ χθόνα τάξιν ἔχουσα A.Eu. 396
(lyr.); ἡ τῶν ἀκοντιζόντων τ. Antipho 3.2.7; ἰδία τοῦ βίου τ. Isoc. 6.2; ἀνὴρ τῆς πρώτης τ. CIG2767.4 ([place name] Aphrodisias); οἰκέτου τ. D.18.258, cf. PGnom.43, 196 (ii A.D.), Mitteis Chr. 372 v 18 (ii A.D.);τ. ἔχοντος ἐν τῷ Μουσείῳ Sammelb.6674.10
(ii A.D.); ἐν τῇ Θετταλῶν τάξει ranging herself with the T., D.18.63; ἐν ἐχθροῦ τ. as an enemy, Id.20.81, etc.; ἐν ἐπηρείας τάξει by way of insult, Id.18.13; ἀδύνατον εἶχεν τ. occupied an impossible position, i.e. was unthinkable, Hyp.(?) Oxy.1607.60; τὴν ὑπὲρ ὑμῶν ἑλόμενον τάξιν πολιτεύεσθαι championship of your cause, D.18.138, cf. Ep.3.15; ἐγὼ τὴν τῆς εὐνοίας τ... οὐκ ἔλιπον post of patriotism, Id.18.173.2 list, register, ὅπως ταγῇ αὐτοῦ τὸ ὄνομα ἐν τῇ τῶν τετελευτηκότων τ. Sammelb.7359.15, cf. 7404.6, PSI9.1064.38, 10.1141.10 (all ii A.D.);ἡ τ. τῶν κατοχίμων PTeb.318.21
(ii A.D.);τ. λαογράφων PLond.2.182b2
(ii A.D.).V reduction of hernia by manipulation, Gal.14.781.VIII fixed point of time, term,κατ' ἐνιαυτὸν ἢ κατά τινα ἄλλην τ. ἢ χρόνον Arist.Pol. 1261a34
; end (or perh. date fixed for the end),μέχρι τάξεως αὐτῆς τῆς τρύγης Sammelb.5810.15
(iv A.D.). -
7 ἐπήρεια
A insulting treatment, abuse,ἐχθροῦ D.18.12
, cf. Is.4.5, etc.;περὶ τὸν χορόν D.21.25
; κελεύειν κατ' ἐπήρειαν order haughtily or by way of insult, Th.1.26; κατ' ἐ. τινος γεγένηταί τι is done to insult him, Amips.9;κατ' ἐπήρειαν BGU180.8
(ii A.D.);φθόνον τ' ἐ. τε Philem.92.2
;ἐν ἐπηρείας τάξει D.18.13
;πολλὰ πρὸς ἐπήρειαν καὶ χάριν πράττειν Arist.Pol. 1287a38
; εἰς ἐ. τὴν ἐμήν ib. 195.20 (ii A.D.);χωρὶς ἐ. OGI262.24
(iii A.D.): pl., Man.4.331;λῃστρικαὶ ἐ. Chor.
in Rev.Phil.1.73; ἐ. δαίμονός τινος his capricious dealing, Luc.Laps.1, cf. Philostr.Ep.18:—later spelt [full] ἐπήρια, BGU 340.21 (ii A.D.), Melamp.(?) in PRyl.28.139 (iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπήρεια
-
8 ὑπεκφεύγω
II mostly c. acc., escape from, ὑ. ὄλεθρον, κῆρα, κακότητα, Il.6.57, 16.687, Od.3.175, al.; ;ἐπηρείας τοιαύτας Marcellin.Puls. 89
;τὸ κέρας τῶν Πελοποννησίων.. ἐς τὴν εὐρυχωρίαν Th.2.90
, cf. 91.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεκφεύγω
См. также в других словарях:
ἐπηρείας — ἐπηρείᾱς , ἐπήρεια insulting treatment fem acc pl ἐπηρείᾱς , ἐπήρεια insulting treatment fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ноужа — НОУЖ|А (578), Ѣ (А) с. 1.Принуждение, воздействие силой; притеснение: ѡна же... съ гнѣвъмь великъмь въпи˫ааше. о нѹже старьцѧ сего ˫ако имыи с҃на моѥго и съкрывыи въ пещерѣ не рачить ми ѥго ˫авити. ЖФП XII, 32в; Аште кто каженикъ бѹдеть нѹжею… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αγικός — ή, ό [άγιος] 1. αυτός που αναφέρεται σε άγιο 2. (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα αγικά α) όλα τα εκκλησιαστικά αντικείμενα, όπως εικόνες, άμφια, σκεύη, άνθη επιταφίου κ.λπ. β) θρησκευτικές ιεροτελεστίες (ευχέλαιο, αγιασμός, εξορκισμοί) που αποβλέπουν… … Dictionary of Greek
μεσεμβόλησις — μεσεμβόλησις, ἡ (Α) [μεσεμβολώ] αστρολ. παρέμβαση, παρεμβολή ή μεσολάβηση τής πλανητικής επήρειας … Dictionary of Greek
τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek