-
1 πεινάω
πεινάω, zsgzgn πεινῶ, ῇς, ῇ, inf. πεινῆν, daher ep. πεινήμεναι, Od. 20, 137, aor. bei Sp. ἐπείνασα, Matth. 4, 2 u. oft im N. T., πεινάσαιμι Lucill. 7 (XI, 402), vgl. Lob. Phryn. 204; – hungern; λέων πεινάων, Il. 3, 25. 16, 758. 18, 162; πεινῆν, Ar. Nubb. 440; πεινῇ, Vesp. 1270; – c. gen., wonach hungrig sein, σίτου πεινήμεναι, Od. 20, 137; – in Prosa; τὸ πεινῆν, Plat. Gorg. 496 c u. A.; überh. Mangel haben, εἰ πεινῶντες ἀγαϑῶν ἰδίων ἐπὶ τὰ δημόσια ἴασιν, Plat. Rep. VII, 521 a; heftig begehren nach Etwas, wie bei uns, τὸ πεπεινηκὸς τοῦ δακρῦσαί τε καὶ ἀποπλησϑῆναι, ib. X, 606 a, vgl. Legg. VIII, 837 c; πεινῆν χρημάτων, συμμάχων, Xen. Cyr. 7, 5, 50. 8, 3, 39 u. Sp., wie Plut. de audit. 8, οἱ γλίσχροι περὶ τοὺς ἑτέρων ἐπαίνους ἔτι πένεσϑαι καὶ πεινῆν ἐοίκασι τῶν ἰδίων. – Von Arist. an finden sich auch die für unattisch geltenden Formen πεινᾷς, πεινᾷ, πεινᾶν, vgl. Lob. zu Phryn. p. 61.
См. также в других словарях:
ἐπείνασα — ἐπείνᾱσα , πεινάω to be hungry aor ind act 1st sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek