-
1 ἐπείνασα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπείνασα
-
2 πειναω
(praes.: πεινῶ, πεινῇς, πεινῇ - 3 л. pl. πεινῶσι и дор. πεινῶντι; impf. ἐπείνων, fut. πεινήσω, aor. ἐπείνησα - поздн. ἐπείνᾱσα, pf. πεπείνηκα; inf. πεινῆν - эп. πεινήμεναι; dat. part. πεινῶντι - дор. πεινᾶντι)1) голодать, быть голодным(κακῶς Her.)
ὣς λέοντε πεινάοντε Hom. — словно два томимых голодом льва2) алкать, жаждать, страстно хотеть(πεινήμεναι σίτου Hom.; πεινῆν χρημάτων Xen.; πεινῶντες καὴ διψῶντες τέν δικαιοσύνην NT.)
μάλα π. συμμάχων Xen. — крайне нуждаться в союзниках
См. также в других словарях:
ἐπείνασα — ἐπείνᾱσα , πεινάω to be hungry aor ind act 1st sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek