-
1 επαρχίας
ἐπαρχίᾱς, ἐπαρχίαthe government of an: fem acc plἐπαρχίᾱς, ἐπαρχίαthe government of an: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ἐπαρχίας
ἐπαρχίᾱς, ἐπαρχίαthe government of an: fem acc plἐπαρχίᾱς, ἐπαρχίαthe government of an: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 κρίνω
κρίνω, fut. κρινῶ, perf. κέκρικα, z. B. Plat. Legg. V, 734 c, pass. κέκριμαι, aor. pass. ἐκρίϑην, poetisch κρινϑείς, Il. 13, 129 Od. 8, 48 (vgl. cerno); – 1) scheiden, trennen, sondern, sichten; ἀνδρῶν λικμώντων, ὅτε τε ξανϑὴ Δημήτηρ κρίνει καρπόν τε καὶ ἄχνας Il. 5, 500; vgl. κρῖν' ἄνδρας κατὰ φῠλα 2, 363; auch = ordnen, βασιλῆες ϑῠνον κρίνοντες 2, 446. – Daher auswählen, die Besten aussondern; ἐς δ' ἐρέτας ἔκρινεν ἐείκοσιν Il. 1, 309; ὁπότε κρίνοιμι λόχονδε ἄνδρας ἀριστῆας Od. 14, 217; auch im med., κρίνασθαι ἀρίστους, sich die Besten auslesen, Il. 9, 521; so öfter κεκριμένος, κρινϑείς; κρίνασα δ' ἀστῶν τὰ βέλτατα Aesch. Eum. 465; τούτων σοι δίδωμι κρίναντι χρῆσϑαι Soph. O. C. 647; κρίνειν τινὰ ἐκ πάντων Her. 6, 129; κατ' ἀνδραγαϑίην ἐκρίνετο ib. 128; τούς τε ἀγαϑοὺς καὶ τοὺς κακούς Xen. Mem. 3, 1, 9; τὸ ἀλ, ϑές τε καὶ μή, das Wahre vom Falschen unterscheiden, Plat. Theaet. 150 b. – Daher 2) Streitigkeiten entscheiden, schlichten, den Ausschlag geben; νείκεα κρίνειν, Händel schlichten, Od. 12, 440; νεῖκος πολέμου κρίνειν 18, 264; σκολιὰς ϑέμιστας κρίνειν, krunime, ungerechte Richtersprüche fallen, Il. 16, 387, wie κρῖνε δ' εὐϑεῖαν δίκην Aesch. Eum. 411; ἔργον δ' ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ Spt. 396; öfter δίκην κρίνειν, einen Proceß aburtheilen, entscheiden; πῶς ἀγὼν κριϑήσεται Eum 647, wie κρίνειν ἀγῶνα Ar. Ran. 873; τοῠτο γὰρ τύχη κρινεῖ Soph. Ant. 328; auch in Peosa von Processen, τὸ δικαστήριον ὅπερ ἂν τ ὴν δίκην κρίνῃ Plat. Legg. IX, 877 b; auch τὴν κρίσιν αὐτοῖν τοῠ βίο υ κρῖναι ὀρϑῶς, Rep. II, 360 d. wie κρίσεις κρίνειν Dem. 24, 15l; – beurtheilen, τὰς ϑεάς, d. i. zwischen ihnen entscheiden, Eur. I. A. 72; προς ἀργύριον τὴν εὐδαιμονίαν, nach dem Gelde, Isocr. 4, 76; – urtheilen, κρίνεις σὺ μέγιστον ἀνϑρώπ οις ἀγαϑὸν εἰναν πλοῠτον Plat. Gorg. 452 c; ὃν ἂν κρίνω ἐῤῥωμενέστατον εἶναι, nach meinem Urtheil jedesmal den stärksten, Phaed. 100 a, wie τὴν πόλιν τῶν πόλεων ἀϑλιωτάτην ἔκρινας, den Staat für den unglücklichsten erklären, Rep. IX, 578 b, öfter; vgl. Soph. ἀνδρῶν σε πρῶτον κρίνοντες, O. R. 34; pass., Ἑλλήνων ἕνα κριϑέντ' ἄριστον Phil. 1329; – κρίνω σε νικᾶν, ich erkläre dich für den Sieger, Aesch. Ch. 890; so besonders in den Wettkämpfen, entscheiden, wer Sieger ist, κρίνειν ἐμέ, κρίνειν τοὺς χοροὺς ὀρϑῶς ἀεί Ar. Eccl. 1155 ff. – Daher auch vorziehen, κρί. νω δ' ἄφϑονον ὄλβον Aesch. Ag. 458, eigtl. ich entscheide mich für ein solches Glück; vgl. κρῖνε σέβας τὸ πρὸς ϑεῶν Suppl. 39; mit πρό, κρίνοντες τὸν Ἀπόλλω πρὸ Μαρσύου Plat. Rep. III, 399 e, wie Soph. Phil. 57; τὰ ὑφ' ὑμῶν κριϑέν-τα, das von euch Gebilligte, wofür ihr euch entscheidet, Isocr. 4, 46; κεκριμένος, probatus, Leon. Al. (IX, 42); vgl. Her. 3, 31. – Pass. u. med. – 1) von den streitenden Parteien (vgl. Luc. Anach. 19 ἀποδίδοται λόγος ἑκατέρῳ τῶν κρινομένων), mit einander rechten, streiten, einen Streit unter sich ausmachen; ὥς κε πανημέριοι στυγερῷ κρινώμεϑ' Ἄρηϊ Il. 2, 385; ὁπότε μνηστῆρσι καὶ ἡμῖν μένος κρίνηται Ἄρηος Od. 16, 269; Τιτήνεσσι κρίναντο, sie kämpften mit den Titanen, Hes. Th. 882; οὐ κρινοῦμαι τῶνδέ σοι τὰ πλείονα, ich werde nicht mit dir mehr rechten, Eur. Med. 596; τέως μὲν οὖν ἐκρινόμεϑ', εἶτα τῷ χρόνῳ συνέβημεν Ar. Nubb. 66; δίκῃ κρίνεσϑαι Thuc. 4, 122; περὶ τῆς ἀρετῆς Her. 3, 120. – 2) ὀνεί. ρους κρίνασϑαι, Träume auslegen, deuten, Il. 5, 150. – 3) bei den Attikern geradezu = zur Verantwortung ziehen, anklagen; κατηγορεῖ μὲν ἐμοῦ, κρίνει δὲ τουτονί Dem. 18, 15, u. öfter, wie bei den andern Rednern; so heißen die Richter περὶ προδοσίας κρίνοντες Lycurg. 137, aber der Ankläger ὁ τὸν προδόντα κρίνων, ib. 1, wie ὁ κρινόμενος der Angeklagte, 13. 20, oft; so Plut. αὐτὸν ἔκρινε κακώσεως ἐπαρχίας, repetundarum accusavit, Caes. 4; pass., ἀπ' εἰςαγγελίας κρίνεσϑαι Aesch. 3, 52; κρίνεσϑαι τὴν ἐπὶ ϑανάτῳ, auf Tod u. Leben angeklagt werden, Ath. XIII, 590 d; κρίνεσϑαι ϑανάτου Thuc. 3, 57, wie Pol. ϑανάτου δὲ κρίνει μόνος ὁ δῆμος, 6, 4, 7; auch ὅτ' ἐκρίνετο τὴν περὶ Ὠρωποῦ κρίσιν ϑανάτου, Dem. 21, 64, als ihm der Capitalproceß gemacht wurde; ὁ κρινόμενος, der Angeklagte. – Auch = Strafe zuerkennen, verurtheilen, bes. Sp. – Allgem. = untersuchen, fragen; neben ἐξετάζω, Soph. Ai. 586 Ant. 349. – Das adj. verb. s. unten.
-
4 αντεισαγω
1) вместо (кого-л. или чего-л.) вводить, подставлять(τί τινι Plat.)
2) замещать, заменять (sc. τινά Men.)3) выдвигать, проводить ( на должность)4) ввозить взамен(ἀντί τινος Dem.)
-
5 προσδιανεμω
сверх того разделять(λίτραν ἀργυρίου κατ΄ ἄνδρα Plut.)
προσδιανέμεσθαι τὰς ἐπαρχίας Plut. — распределить между собой провинции -
6 διαδωρέομαι
A distribute in presents, X.Cyr.3.3.6, Posidon.24.2 generally, distribute, assign,τινὰς εἰς τὰς ἐπαρχίας J.BJ6.9.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαδωρέομαι
-
7 διαφορέω
A = διαφέρω, spread abroad, disperse,κλέος εὐρὺ διὰ ξεῖνοι φορέουσι Od.19.333
;σωρὸν.. διαφορῆσαι ῥᾴδιον Diph.100
;τὴν ὑγρότητα Plu.2.366c
, etc.; πολλὰ τῆς οὐσίας ib.484a; δ. κραιπάλῃ τὴν κραιπάλην ib.127f:—[voice] Pass.,διαπεφορῆσθαι Critias Fr.62
D.;τὰ διαπεφορημένα τῶν εἰδώλων Arist.Div.Somn. 464b13
.2 carry away,τοὺς σταυρούς Th.6.100
; esp. as plunder,χρήματα τὰ σὰ διαφορέει Hdt.1.88
; ὧν κοινῇ διαπεφορημένων d.27.29.3 plunder,ἐπαρχίας Plu.Brut.6
, etc.:—[voice] Med., PSI5.522.5 (iii B.C.):—most freq. in [voice] Pass.,οἶκον διαφορηθέντα Hdt.3.53
;διαφορουμένης τῆς χώρας ὑπὸ λῃστῶν D.19.315
; διαφορεῖσθαι τὴν γνώμην to be robbed of one's wits, Pl. Lg. 672b.4 tear in pieces, ;τινὰς τοξεύμασι Id.HF 571
;ὑπὸ κυνῶν τε καὶ ὀρνίθων διαφορεύμενος Hdt. 7.10
.θ', cf. Ar.Av. 338.5 [voice] Pass., of ice, break up, Gp.19.6.4.II = διαφέρω 1.1, carry across from one place to another, .III Medic. (cf. διαφόρησις, -ητικός):1 dissipate by evaporation, perspiration, etc., in [voice] Pass., Aret.SD2.1, Alex.Aphr.Pr.1.68, Gal.10.657, al.3 exhaust by dissipating, weaken, Oen.66: metaph.,ὁ μερισμὸς δ. καὶ ἐκλύει τὴν ἑκάστου δύναμιν Procl.Inst.86
:—[voice] Pass., Gal.14.735.IV [voice] Pass., dispute, debate, S.E.M.1.205.V διαφορούμενον ἀξίωμα, v. διφορέω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαφορέω
-
8 κάκωσις
2 esp. in Law, ill-usage, of persons by their natural protectors,ὁ τῆς κ. νόμος Lys.13.91
, cf. Is.8.32, D.10.40, etc.;γραφὴ κακώσεως Id.58.32
, Men.328; κ. γονέων, ὀρφανῶν, ἐπικλήρου, οἴκου ὀρφανικοῦ, Arist.Ath.56.6; τοκέων κ. Lycurg.147; also κ. ἐπαρχίας misgovernment, of the Rom. actio repetundarum, Plu.Caes.4.II suffering, distress, Th.2.43;πληρωμάτων Id.7.4
;αἰκίαι σωμάτων καὶ κακώσεις Arist.Rh. 1386a8
, cf. 1385a24; of the effects of disease, Hp. VM17: pl., Id.Aër.19;αἱ τᾶς σαρκὸς τακομένας κακώσιες Ti.Locr. 102c
, cf. Phld.Mort.21, Sor.1.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάκωσις
-
9 κρίνω
κρίνω [pron. full] [ῑ], [dialect] Ep. [ per.] 3sg. ind. κρίνησι ( δια-) f.l. in Theoc.25.46: [tense] fut. κρῐνῶ, [dialect] Ep., [dialect] Ion. κρῐνέω ( δια-) Il.2.387: [tense] aor.Aἔκρῑνα Od.18.264
, etc.: [tense] pf., etc.:—[voice] Med., [tense] fut. , but in pass. sense, Pl.Grg. 521e: [tense] aor.ἐκρῑνάμην Il.9.521
, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.κρῐθήσομαι A.Eu. 677
, Antipho 6.37, etc.: [tense] aor. ἐκρίθην [ῐ] Pi.N.7.7, etc.; [ per.] 3pl.κρίθεν Id.P.4.168
,ἔκριθεν A.R.4.1462
; [dialect] Ep.opt. κρινθεῖτε ( δια-) Il.3.102, part.κρινθείς 13.129
, Od.8.48, inf.κρινθήμεναι A.R.2.148
: [tense] pf.κέκρῐμαι Pi.O.2.30
, And.4.35, etc.; inf. κεκρίσθαι ( ἀπο-) Pl. Men. 75c:—[dialect] Aeol. [full] κρίννω dub.in IG12(2).278 (Mytil.): [tense] aor. ἔκριννε ib. 6.28(Mytil., [pref] ἐπ-); inf. κρίνναι ib.526b15:—Thess. [tense] pres. inf. [full] κρεννέμεν ib.9(2).517.14 ([place name] Larissa):—separate, put asunder, distinguish,ὅτε τε ξανθὴ Δημήτηρ κρίνῃ.. καρπόν τε καὶ ἄχνας Il.5.501
, etc.;κρῖν' ἄνδρας κατὰ φῦλα 2.362
. cf. 446;ἥλιος ἠὼ καὶ δύσιν ἔκρινεν Emp.154.1
;κ. τὸ ἀληθές τε καὶ μή Pl.Tht. 150b
;τούς τε ἀγαθοὺς καὶ τοὺς κακούς X. Mem.3.1.9
, etc.:—also [voice] Med.,ἀντία δ' ἐκρίναντο δέμας καὶ σήματ' ἔθεντο χωρὶς ἀπ' ἀλλήλων Parm.8.55
:—[voice] Pass.,κρινόμενον πῦρ Emp.62.2
.II pick out, choose,ἐν δ' ἐρέτας ἔκρινεν ἐείκοσιν Il.1.309
;ἐκ Λυκίης.. φῶτας ἀρίστους 6.188
, cf. Od.4.666, 9.90, 195, 14.217, etc.;κ. τινὰ ἐκ πάντων Hdt.6.129
;κρίνασα δ' ἀστῶν.. τὰ βέλτατα A.Eu. 487
; , etc.:—[voice] Med., κρίνασθαι ἀρίστους to choose the best, Il.9.521, cf. 19.193, Od.4.408, 530, etc.:—[voice] Pass., to be chosen out, distinguished,ἵνα τε κρίνονται ἄριστοι 24.507
; esp.in partt., κεκριμένος picked out, chosen, Il.10.417, Od.13.182, al., Hdt.3.31;κρινθείς Il.13.129
, Od.8.48; ἀρετᾷ κριθείς distinguished for.., Pi.N.7.7; κριθέντων ἐν τοῖς ἱερέοις approved.., GDI2049.15 (Delph.); ἀσπίδα.. κεκριμένην ὕδατι καὶ πολέμῳ proved by sea and land, AP9.42 (Leon.); ἐν ζῶσι κεκριμένα numbered among.., cj. in E.Supp. 969 (lyr.);εἰς τοὺς ἐφήβους κριθείς Luc.Am.2
.2 decide disputes,κρίνων νείκεα πολλά Od.12.440
;ἔκριναν μέγα νεῖκος.. πολέμοιο 18.264
: c.acc. cogn., οἳ.. σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας judge crooked judgements, Il.16.387;κ. δίκας Hdt. 2.129
;κρῖνε δ' εὐθεῖαν δίκην A.Eu. 433
, etc.; πρώτας δίκας κρίνοντες αἵματος ib. 682; κρινεῖ δὲ δὴ τίς ταῦτα; Ar.Ra. 805;κ. κρίσιν Pl.R. 36o
e;ἄριστα κ. Th.6.39
; κρίνουσι βοῇ καὶ οὐ ψήφῳ they decide the question.., Id.1.87;μίσει πλέον ἢ δίκῃ κ. Id.3.67
;τὸ δίκαιον κ. Isoc.14.10
; τῷ τοῦτο κρίνεις; by what do you form this judgement? Ar.Pl. 48;κ. περί τινος Pi.N.5.40
, Pl.Ap. 35d, Arist.Rh. 1391b9, etc.:— [voice] Pass.,ἀγὼν κριθήσεται A.Eu. 677
; κἂν ἰσόψηφος κριθῇ (sc. ἡ δίκη) ib. 741: impers., κριθησόμενον a decision being about to be taken, Arr.An. 3.9.6.b decide a contest, e.g. for a prize,ἀγῶνα κ. Ar.Ra. 873
; : c. acc. pers., κ. τὰς θεάς decide their contest, i.e. judge them, E.IA72:—[voice] Pass., Id.Supp. 601(lyr.);αἱ μάχαι κρίνονται ταῖς ψυχαῖς X.Cyr.3.3.19
:—[voice] Med. and [voice] Pass., of persons, have a contest decided, come to issue,κρινώμεθ' Ἄρηϊ Il.2.385
, cf.18.209;ὁπότε μνηστῆρσι καὶ ἡμῖν.. μένος κρίνηται Ἄρηος Od.16.269
;βίηφι κ. Hes.Th. 882
; dispute, contend, Ar.Nu.66;περὶ ἀρετῆς Hdt.3.120
;οὐ κρινοῦμαι.. σοι τὰ πλείονα E.Med. 609
;δίκῃ περί τινος κρίνεσθαι Th.4.122
; κρίνεσθαι μετά τινος v.l. in LXX Jd.8.1, Jb.9.3;πολλαῖς μάχαις κριθείς Nic.Dam.20
J.; compete in games, c. acc. cogn.,κριθέντα Πύθια JRS3.295
(Antioch. Pisid.): [tense] pf. part., decided, clear, strong,κεκριμένος οὖρος Il.14.19
; πόνοι κεκρ. decided, ended, Pi.N.4.1.3 adjudge,κράτος τινί S.Aj. 443
:—[voice] Pass.,τοῖς οὔτε νόστος.. κρίθη Pi.P.8.84
; the sum adjudged to be paid,PLips.
38.13 (iv A. D.).b abs., judge, give judgement,ἄκουσον.. καὶ κρῖνον Ar.Fr. 473
;ἀδίκως κ. Pherecr.96
, cf. Men.Mon. 287, 576.c Medic., bring to a crisis,τὸ θερμὸν φίλιόν [ἐστι] καὶ κρῖνον Hp.Aph.5.22
;κ. τὰ νοσήματα Gal.Nat. Fac.1.13
, al.:—[voice] Pass., of a sick person, come to a crisis,ἐκρίθη εἰκοσταῖος Hp.Epid.1.15
(also impers. in [voice] Act., ἔκρινε τούτοισιν ἑνδεκαταίοισιν the crisis came.., ib.18);τοῦ πάθους κριθέντος D.S.19.24
.4 judge of, estimate, πρὸς ἐμαυτὸν κρίνων [αὐτόν] judging of him by myself, D.21.154;πρὸς ἀργύριον τὴν εὐδαιμονίαν κ. Isoc.4.76
:—[voice] Pass.,ἴσον παρ' ἐμοὶ κέκριται Hdt.7.16
.α'; εὔνοιακαιρῷ κρίνεται Men.691
.5 expound, interpret in a particular way,τὸ ἐνύπνιον ταύτῃ ἔκριναν Hdt. 1.120
, cf. 7.19, A.Pr. 485, etc.:—in [voice] Med.,ὁ γέρων ἐκρίνατ' ὀνείρους Il. 5.150
.6 c. acc. et inf., decide or judge that.., Hdt.1.30, 214, Pl. Tht. 17od, etc.;κρίνω σὲ νικᾶν A.Ch. 903
; so, with the inf. omitted,ἀνδρῶν πρῶτον κ. τινά S.OT34
; ; ;ἐκ τῶν λόγων μὴ κρῖνε.. σοφόν Philem.228
:—[voice] Pass., , cf. Th.2.40, etc.7 decide in favour of, prefer, choose,κρίνω δ' ἄφθονον ὄλβον A.Ag.47
<*>, cf. Supp. 396 (both lyr.); ;τινὰ πρό τινος Pl.R. 399e
, cf. Phlb. 57e;τι πρός τι Id.Phd. 110a
([voice] Pass.);εἴ σφε κρίνειεν Πάρις E.Tr. 928
, cf. Ar.Av. 1103, Ec. 1155; choose between,δύ' ἔσθ' ἃ κρῖναι τὸν γαμεῖν μέλλοντα δεῖ, ἤτοι προσηνῆ γ' ὄψιν ἢ χρηστὸν τρόπον Men.584
.8 c.inf.only, determine to do a thing, UPZ42.37(ii B. C.), Ep.Tit.3.12, 1 Ep.Cor.2.2, etc.; ζῆν μεθ' ὧν κρίνῃ τις ἄν (sc. ζῆν ) with whom he chooses to live, Men.506; butτὸ βιάζεσθαι οὐκ ἔκρινε D.S.15.32
.III in Trag., question,αὐτὸν.. ἅπας λεὼς κρίνει παραστάς S.Tr. 195
; εἴ νιν πρὸς βίαν κρίνειν θέλοις ib. 388; καὶ κρῖνε κἀξέλεγχ' Id.Ant. 399;μὴ κρῖνε, μὴ 'ξέταζε Id.Aj. 586
;σέ τοι, σὲ κρίνω Id.El. 1445
.2 bring to trial, accuse, D.2.29, 18.15, 19.233; κ. θανάτου judge (in matters) of life and death, X.Cyr.1.2.14;κ. τινὰ προδοσίας Lycurg.113
;περὶ προδοσίας Isoc.15.129
; κ. τινὰ κακώσεως ἐπαρχίας, Lat. repetundarum, Plu.Caes. 4:—[voice] Pass., to be brought to trial, Th.6.29; θανάτου ( δίκῃ add. cod. B) Id.3.57;Λεωκράτους τοῦ κρινομένου Lycurg.1
; κρίνομαι πρὸς Σωφρόνην; Men.Epit. 529; ; : c. gen. criminis,κρίνεσθαι δώρων Lys.27.3
:κ. ἐπ' ἀδικήματι Plu.2.241e
: abs.,ὁ κεκριμένος Aeschin.2.159
.3 pass sentence upon, condemn, D.19.232:— [voice] Pass., to be judged, condemned,κακούργου.. ἐστι κριθέντ' ἀποθανεῖν Id.4.47
;μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε Ev.Matt.7.1
; τὰ κεκριμένα the judgement of a court, PRyl.76.8 (ii A. D.). ( κρῐ-ν-y ω ἐ-κρῐ-ν-σα, cf. Lat. cerno (from *cr[icaron]-n-), crībrum (from * crei-dhrom).) -
10 ἀντεισάγω
ἀντεισ-άγω [ᾰγ],II bring in to office, etc., in turn,ἀλλήλους εἰς ἐπαρχίας κτλ. Plu.Caes.14
.III restore, Gal.6.75, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντεισάγω
-
11 κρίνω
κρίνω, (1) scheiden, trennen, sondern, sichten; auch = ordnen. Daher auswählen, die Besten aussondern; auch im med., κρίνασθαι ἀρίστους, sich die Besten auslesen; τὸ ἀλ, ϑές τε καὶ μή, das Wahre vom Falschen unterscheiden. Daher (2) Streitigkeiten entscheiden, schlichten, den Ausschlag geben; νείκεα κρίνειν, Händel schlichten; σκολιὰς ϑέμιστας κρίνειν, krumme, ungerechte Richtersprüche fällen; δίκην κρίνειν, einen Prozess aburteilen, entscheiden; beurteilen, τὰς ϑεάς, d. i. zwischen ihnen entscheiden; προς ἀργύριον τὴν εὐδαιμονίαν, nach dem Gelde; urteilen; ὃν ἂν κρίνω ἐῤῥωμενέστατον εἶναι, nach meinem Urteil jedesmal den stärksten; τὴν πόλιν τῶν πόλεων ἀϑλιωτάτην ἔκρινας, den Staat für den unglücklichsten erklären; κρίνω σε νικᾶν, ich erkläre dich für den Sieger; so besonders in den Wettkämpfen: entscheiden, wer Sieger ist. Daher auch: vorziehen, κρί. νω δ' ἄφϑονον ὄλβον, eigtl. ich entscheide mich für ein solches Glück; τὰ ὑφ' ὑμῶν κριϑέν-τα, das von euch Gebilligte, wofür ihr euch entscheidet; κεκριμένος, probatus. Pass. u. med. (1) von den streitenden Parteien, mit einander rechten, streiten, einen Streit unter sich ausmachen; Τιτήνεσσι κρίναντο, sie kämpften mit den Titanen; οὐ κρινοῦμαι τῶνδέ σοι τὰ πλείονα, ich werde nicht mit dir mehr rechten. (2) ὀνεί. ρους κρίνασϑαι, Träume auslegen, deuten. (3) bei den Attikern geradezu = zur Verantwortung ziehen, anklagen; so heißen die Richter περὶ προδοσίας κρίνοντες, aber der Ankläger ὁ τὸν προδόντα κρίνων, wie ὁ κρινόμενος der Angeklagte; αὐτὸν ἔκρινε κακώσεως ἐπαρχίας, repetundarum accusavit; κρίνεσϑαι τὴν ἐπὶ ϑανάτῳ, auf Tod u. Leben angeklagt werden; auch ὅτ' ἐκρίνετο τὴν περὶ Ὠρωποῦ κρίσιν ϑανάτου, als ihm der Capitalprozess gemacht wurde; ὁ κρινόμενος, der Angeklagte. Auch = Strafe zuerkennen, verurteilen. Allgem. = untersuchen, fragen -
12 ποῖος
ποῖος, α, ον (Hom.+) interrog. pron., in direct and indir. interrog. sentences.① interrogative ref. to class or kind, of what kind?ⓐ used w. a noun (B-D-F §298, 2; cp. Rob. 740)α. beside τίς (Hdt. 7, 21, 1; Herodas 6, 74f; Maximus Tyr. 33, 5a τίνα καὶ ποῖον τύραννον; PTebt 25, 18 [117 B.C.]; BGU 619, 8) εἰς τίνα ἢ ποῖον καιρόν to what time or what kind of time 1 Pt 1:11 (cp. UPZ 65, 52 [154 B.C.] ἀπὸ ποίου χρόνου=since what time). ποῖον οἶκον … ἢ τίς τόπος … ; Ac 7:49; B 16:2 (both Is 66:1; s. ed. JZiegler). τίς μοι ἐγέννησεν; ποία δὲ μήτρα ἐξέφυσέν με; who begot me, and what kind of womb delivered me? GJs 3:1.β. in a direct question (3 Km 22:24) διὰ ποίου νόμου; by what kind of law? Ro 3:27. ποίῳ σώματι; with what kind of body? 1 Cor 15:35. ποίῳ προσώπῳ; with what kind of look or expression? GJs 13:1. ποῖον κλέος; ironically what kind of credit? 1 Pt 2:20; sim. ποία ὑμῖν χάρις ἐστίν; Lk 6:32, 33, 34; cp. D 1:3.—1 Cl 28:2; 2 Cl 1:5; 6:9; Hv 1, 2, 1; m 12, 1, 3a; Hs 6, 5, 5; 9, 13, 3.—For Js 4:14 see γ.γ. in an indir. quest. (Archimed. II 416, 6 Heib. ποῖαι γωνίαι) ποίῳ θανάτῳ (by) what sort of death J 12:33; 18:32; 21:19 (cp. Just., D. 104, 1 διὰ ποίου θανάτου).—Lk 9:55 v.l.; Js 4:14 (this may be taken as a direct quest.; s. Windisch ad loc.); 1 Cl 38:3a; Hm 4, 2, 3; 12, 1, 3b.ⓑ without a noun ποῖοι καὶ τίνες 1 Cl 38:3b. In the predicate οἱ καρποὶ φανεροῦνται ποῖοί τινές εἰσιν Hs 4:3.② (=τίς) which, what?ⓐ w. a nounα. in a dir. question (Theopomp. [IV B.C.]: 115 Fgm. 263a Jac.; 2 Km 15:2; 3 Km 13:12; Jon 1:8; Jos., Ant. 15, 137) ποία ἐντολή; which commandment? Mt 22:36; cp. Mk 12:28; J 10:32. ποίῳ τρόπῳ; in what way? Hv 1, 1, 7; cp. m 12, 3, 1. εἰς ποῖον τόπον v 3, 1, 3.β. in an indir. quest. (Aeschin., In Ctesiph. 24; Tob 5:9) Mt 24:42f; Lk 12:39; Rv 3:3. ἐκ ποίας ἐπαρχίας ἐστίν Ac 23:34.—Hv 4, 3, 7; m 12, 3.γ. In some cases π. takes the place of the gen. of the interrog. τίς (in dir. as well as indir. questions. Cp. Chariton 4, 4, 3 Blake ποίᾳ δυνάμει πεποιθώς;) ἐν ποίᾳ δυνάμει ἢ ἐν ποίῳ ὀνόματι; by whose power or by whose name? Ac 4:7. ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ(;) Mt 21:23, 24, 27; Mk 11:28, 29, 33; Lk 20:2, 8.ⓑ without a nounα. which can, though, be supplied fr. the context (Jos., C. Ap. 1, 254 ποίους;): ποίας; (i.e. ἐντολάς) Mt 19:18. ποῖα (i.e. γενόμενα) Lk 24:19. ποίαν; (i.e. ἀντιμισθίαν) 2 Cl 9:8. ποίους (i.e. ἀνθρώπους) βαστάζει Hs 9, 14, 6. In the predicate: τὰ ξηρὰ (i.e. δένδρα) ποῖά ἐστιν 3:3.β. gen. of place, w. ellipsis (B-D-F §186, 1; Mlt. 73) ποίας (i.e. ὁδοῦ) by what way Lk 5:19.—DELG s.v. πο-. M-M.
См. также в других словарях:
ἐπαρχίας — ἐπαρχίᾱς , ἐπαρχία the government of an fem acc pl ἐπαρχίᾱς , ἐπαρχία the government of an fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Κεμπέκ — I (Quebec). Επαρχία (1.542.056 τ. χλμ., 7.237.479 κάτ. το 2001) του Καναδά, στο ανατολικό τμήμα της χώρας, η μεγαλύτερη σε έκταση από τις καναδικές επαρχίες. Πρωτεύουσα είναι η ομώνυμη πόλη (βλ. λ.). Συνορεύει με τις βορειοανατολικές ΗΠΑ στα Ν… … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
Χαραλάμπης — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ιερέας, ο οποίος καταγόταν από τη Μαγνησία. Επί Σεπτίμιου Σεβήρου (193 – 210) διαπομπεύτηκε στους δρόμους της πόλης, όπου τον έσερναν με χαλινάρι και, τέλος, τον αποκεφάλισαν μαζί με τους δήμιους… … Dictionary of Greek
Βόρνεο — (ινδον. Kalimantan). Νησί (743.330 τ. χλμ., 16.137.216 κάτ. το 2000) του συμπλέγματος της Σούνδης στη νότια Ασία, το μεγαλύτερο του αρχιπελάγους και τρίτο μεγαλύτερο του κόσμου, μετά τη Γροιλανδία και τη Νέα Γουινέα. Βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Κριάρης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών από την επαρχία Σελίνου της Κρήτης. Το πραγματικό επώνυμο του γενάρχη της οικογένειας, Γεωργίου Κ. (βλ. 3.), ήταν Μπενουδάκης, αλλά αποκλήθηκε Κ. από τους συμπολεμιστές του, λόγω της γενναιότητας και της… … Dictionary of Greek
Μυλωνογιάννης — Επώνυμο γνωστής κρητικής οικογένειας, η οποία πρωτοστάτησε στους εθνικούς αγώνες. Σπουδαιότεροι γόνοι της ήταν οι εξής: 1. Σταμάτιος (περ. 1790 – περ. 1870). Καταγόταν από το χωριό Επάνω Κεφαλά της Κρήτης. Πήρε μέρος στις επαναστάσεις του 1821 30 … Dictionary of Greek