-
1 ἐπαποκτείνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαποκτείνω
-
2 ἐπαποδίδωμι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαποδίδωμι
-
3 ἐπαποδρόμιον
ἐπαπο-δρόμιον: ἡ ἱέρεια παρὰ Κρησίν, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαποδρόμιον
-
4 ἐπαποδύω
A strip one for combat against another, set him up as a rival to,τινά τινι Plu. 2.788d
:—[voice] Med., strip and set to work at a thing,τῷ πράγματι Ar.Lys. 615
;πολυοινίᾳ Ph.1.360
; set upon, attack,τοῖς νενικηκόσιν Plu.Marc. 3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαποδύω
-
5 ἐπαποθνήσκω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαποθνήσκω
-
6 ἐπαπολαύω
A revel in,ἡδοναῖς D.S.37.3
: c. gen.,ἡλίου σελασμάτων Tz.H.9.315
; profit by,τινός Anon.in Rh.111.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαπολαύω
-
7 ἐπαπολογέομαι
A = ἀπολογέομαι, v.l. in Plu.Marc.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαπολογέομαι
-
8 ἐπαπόλογος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαπόλογος
-
9 ἐπαποστέλλω
A send after,γράμματα ἐπαπεστάλη αὐτοῖς Plb.31.2.14
; ἐ. στρατηγὸν ἕτερον send another general after him (to supersede him), Id.6.15.6.II send to attack, Id.32.5.11;τινάς τισι Id.2.8.12
;συκοφάντην ἐπί τινα D.S.12.24
, cf. LXXJb.20.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαποστέλλω
-
10 ἐπαποστολή
ἐπαπο-στολή, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαποστολή
-
11 ἐπαποσφάζω
A slay afterwards, D.C. 57.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαποσφάζω
-
12 ἐπαποτίνω
A repay, Thd.Is.59.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαποτίνω
-
13 στέλλω
+ V 0-0-1-1-5=7 Mal 2,5; Prv 31,25(26); 2 Mc 5,1; 3 Mc 1,19; 4,11M: to journey, to go 3 Mc 4,11; to keep away from, to stand aloof from [ἀπό τινος] Mal 2,5; to prepare for oneself [τι] Wis 14,1; to obtain, to acquire Wis 7,14P: to be introduced (into a new family), to be married 3 Mc 1,19τάξιν ἐστείλατο τῇ γλώσσῃ αὐτῆς she controlled her tongue Prv 31,25→TWNT(→ἀναστέλλω, ἀνταπο-, ἀποστέλλω, ἀποδιαστέλλω, διαστέλλω, ἐξαπο-, ἐπαπο-, καταστέλλω, περιστέλλω, προστέλλω, προσυ-, συ-, ὑποστέλλω,,) -
14 ἐπαπόλλυμι
A kill in addition, Ael.NA10.48, Luc.Merc.Cond. 42:—[voice] Med., die after,τινί D.C.60.34
: abs., Aristid. Or.25(43).22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαπόλλυμι
-
15 ἐπαράσσὼ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαράσσὼ
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский