-
1 επαπολλυμι
-
2 ἐπαπόλλυμι
A kill in addition, Ael.NA10.48, Luc.Merc.Cond. 42:—[voice] Med., die after,τινί D.C.60.34
: abs., Aristid. Or.25(43).22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαπόλλυμι
-
3 ἐπαπόλλῡμι
ἐπ-απ-όλλῡμι, dazu, hinterher zu Grunde richten, töten; dazu umkommen
См. также в других словарях:
επαπόλλυμι — ἐπαπόλλυμι και έπαπολλύω (Α) 1. καταστρέφω κάποιον, τόν εξολοθρεύω επί πλέον ή μετά από άλλον 2. (μέσ. παρακμ.) ἐπαπόλωλα πεθαίνω, αφανίζομαι μετά από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + απόλλυμι «χάνω, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek