-
1 ἐπί-τυμβος
ἐπί-τυμβος, dasselbe, Inscr. 1819.
-
2 τύμβος
τύμβος, ὁ, eigtl. die Stelle, wo eine Leiche verbrannt ist ( τύφω), bustum, gew. der über der Asche u. den Gebeinen aufgeschüttete Erdhügel, der Grabhügel; Il. 2, 604. 793; τύμβον δ' ἀμφ' αὐτὴν ἕνα ποίεον 7, 435; στήλῃ κεκλιμένος ἀνδροκμήτῳ ἐπὶ τύμβῳ 11, 371; τῷ κέν οἱ τύμβον μὲν ἐποίησαν Παναχαιοί Od. 1, 239 u. öfter; Pind. N. 10, 66 Ol. 1, 93; τύμβῳ χέουσα τάςδε χοάς Aesch. Ch. 85, u. öfter; Soph., wie Eur., Ar. u. in Prosa überall; – übh. Erdhügel, γῆς Qu. Sm. 1, 328. – In B. A. 304 wird erkl. οὐ τὸν τάφον λέγει, ἀλλὰ τὸν τόπον τὸν ἀπεικόνισμα σχόντα (Leichenstein), ὅπερ ἡμεῖς ἐπιζήτημα λέγομεν; Eur. vrbdt auch γέρων τύμβος, = τυμβογέρων, Med. 1206, gleichsam ein wandelndes Grab; vgl. Heracl. 167 u. Ar. Lys. 372.
-
3 ἐπι-σκιάζω
ἐπι-σκιάζω, beschatten, verbergen, λαϑραῖον ὄμμ' ἐπεσκιασμένη 'φρούρουν Soph. Tr. 910, d. i. aus dem Verborgenen; τῇ μὲν τῶν πτερύγων τὴν Ἀσίην, τῇ δὲ τὴν Εὐρώπην ἐπισκιάζειν Her. 1, 209; Arist. gen. an. 5, 1; öfter bei Sp., wie N. T., sowohl τινί, als τινά; ὁ τύμβος τινὰ ἐπισκιάζει Arist. ep. 3 ( App. 9, 10). – Auch übertr., ἡ ἄγνοια καὶ ἡ ἀπάτη ἐπισκιάζουσιν αὐτούς Luc. Calumn. 1; Tim. 27; Ggstz von φωτίζειν, Sext. Emp. Pyrrh. 1, 141; τὰ δεινὰ ἑτέροις ὀνόμασι Iunc. Stob. fl. 117, 9; τὸ ἐπαχϑὲς τοῦ λόγου ἐπεσκίασται τῷ ἀναγκαίῳ τῆς ἀπολογίας D. Hsl.; vgl. Hdn. 2, 10, 5.
-
4 ἐπιτύμβιος
ἐπι-τύμβιος, u. ἐπί-τυμβος, auf dem Grabe, zum Grabe gehörig, αἶνος, ϑρῆνος, Grabgesang; χοαί, Grabspenden. Ἀφροδίτη ἐπιτυμβία, die röm. Venus Libitina -
5 ξεστός
ξεστός, geschabt, durch Behauen, Schaben, Hobeln u. dgl. geglättet u. polirt, bes. von Holzsachen; οὐδός, Od. 18, 33; ἵππος, vom hölzernen Pferde, 4, 272; ἐφόλκαιον, 14, 350; τράπεζα, 1, 138; ἐλάται, 12, 172; auch von behauenen, polirten Steinen, ἐπὶ ξεστοῖσι λίϑοις Il. 18, 504, öfter; τετυγμένα δώματα Κίρκης ξεστοῖσιν λάεσσι, Od. 10, 211; so auch ξεστῇς αἰϑούσῃσι zu nehmen, Il. 6, 243, vgl. 20, 11; von Horn, διὰ ξεστῶν κεράων Od. 19, 566. So auch die Folgdn; ξεστᾷ ἀπήνᾳ Pind. P. 4, 94, δίφρος P. 2, 10, πέτρος N. 10, 67; τύμβος, τάφος, Eur. Alc. 839 Hel. 992; πόλεως ἀγυιαί, Hero. Eur. 782; πίναξ, Ar. Thesm. 778; λίϑος, Her. 2, 124; Sp., bei denen es übh. glatt, kahl bedeutet.
См. также в других словарях:
επιτύμβιος — Οποιοδήποτε σήμα τοποθετείται πάνω σε τύμβο ή τάφο για να κρατά ζωντανή τη μνήμη εκείνων που βρίσκονται θαμμένοι κάτω από αυτόν. Η χρήση του ε. χρονολογείται από τους ομηρικούς χρόνους. Για τους αρχαίους Έλληνες ήταν ένας τρόπος δηλωτικός της… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
PEIRA — Graece Πέτρα, veteri Graeciae, idem quod rupes. Theocritus, πέτρας ἀπόκομμ῾ ἀτεράμνω. At graeciae mediae idiotismus pro quolibet lapide usurpavit, etiam pro caementitio et οἰκοδομικῷ. Hinc Paulus Silentiarius ambonem Sanctae Sophiae ἕδος πετραῖον … Hofmann J. Lexicon universale
κατατύμβιος — κατατύμβιος, ον (Μ) αυτός που βρίσκεται ή γίνεται πάνω στον τάφο, επιτύμβιος, επιτάφιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τύμβιος (< τύμβιος < τύμβος), πρβλ. επι τύμβιος, υπο τύμβιος] … Dictionary of Greek
κενοτάφιο — Συμβολικός τάφος που δεν περιέχει νεκρό· μνημείο που ανεγείρεται σε ανάμνηση εξαφανισμένου. Η ανέγερση κ. αποτελούσε τελετουργική συνήθεια πολλών λαών της αρχαιότητας και βασιζόταν στην πεποίθηση ότι οι ψυχές των άταφων νεκρών δεν μπορούσαν να… … Dictionary of Greek
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
λήτη — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 150 μ., 2.841 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Β της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί έδρα του δήμου Μυγδονίας. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Αειβάτιον και Αϊβάτι. Η πόλη χτίστηκε πάνω στα… … Dictionary of Greek