-
1 επιεικης
21) надлежащий, умеренный(τύμβος οὐ μάλα πολλός, αλλ΄ ἐ. Hom.)
2) достаточный, подобающий(ἀμοιβή τινος Hom.)
ὡς ἐπιεικές Hom. — как следует, как должно быть3) удобный, благовидный(πρόφασις Thuc.)
4) удобопроходимый(ὁδός Plut.)
5) правильный, справедливый, разумный(γνώμη Arph.; λόγος Plat.)
ὁμολογίᾳ ἐπιεικεῖ Thuc. — на приемлемых условиях6) способный, одаренный(παῖς Her.)
7) даровитый, дельный, хороший(τριήραρχος Xen.)
8) нравственно чистый, добродетельный(ἄνδρες, ἡδοναί Arst.)
9) благожелательный, снисходительный, добрыйτοὐπιεικές = τὸ ἐπιεικές и τἀπιεικῆ Arph., Plat., Arst. — доброта, кротость;
τῶν δικαίων τὰ ἐπιεικέστερα προτιθέναι Her. — отдавать предпочтение доброте перед (формальной) справедливостью -
2 επισκιαζω
1) покрывать тенью, осенять(τινί и τινά NT.)
2) погружать во тьму(ἥλιος, δυόμενος πάντα ἐπισκιάζεσθαι ποιεῖ Sext.; перен. τὸν βίον τινός Luc.)
3) укрывать, скрывать(ὅ τύμβος ἐπισκιάζει τινά Anth.)
λαθραῖον ὄμμα ἐπεσκιασμένη Soph. — укрыв во тьме (свой) глаз, т.е. спрятавшись в темноте
См. также в других словарях:
επιτύμβιος — Οποιοδήποτε σήμα τοποθετείται πάνω σε τύμβο ή τάφο για να κρατά ζωντανή τη μνήμη εκείνων που βρίσκονται θαμμένοι κάτω από αυτόν. Η χρήση του ε. χρονολογείται από τους ομηρικούς χρόνους. Για τους αρχαίους Έλληνες ήταν ένας τρόπος δηλωτικός της… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
PEIRA — Graece Πέτρα, veteri Graeciae, idem quod rupes. Theocritus, πέτρας ἀπόκομμ῾ ἀτεράμνω. At graeciae mediae idiotismus pro quolibet lapide usurpavit, etiam pro caementitio et οἰκοδομικῷ. Hinc Paulus Silentiarius ambonem Sanctae Sophiae ἕδος πετραῖον … Hofmann J. Lexicon universale
κατατύμβιος — κατατύμβιος, ον (Μ) αυτός που βρίσκεται ή γίνεται πάνω στον τάφο, επιτύμβιος, επιτάφιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τύμβιος (< τύμβιος < τύμβος), πρβλ. επι τύμβιος, υπο τύμβιος] … Dictionary of Greek
κενοτάφιο — Συμβολικός τάφος που δεν περιέχει νεκρό· μνημείο που ανεγείρεται σε ανάμνηση εξαφανισμένου. Η ανέγερση κ. αποτελούσε τελετουργική συνήθεια πολλών λαών της αρχαιότητας και βασιζόταν στην πεποίθηση ότι οι ψυχές των άταφων νεκρών δεν μπορούσαν να… … Dictionary of Greek
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
λήτη — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 150 μ., 2.841 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Β της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί έδρα του δήμου Μυγδονίας. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Αειβάτιον και Αϊβάτι. Η πόλη χτίστηκε πάνω στα… … Dictionary of Greek