-
1 στερεός
στερεός, starr, hart, fest. λίϑος, Od. 19, 494; stramm, straff, βοέαι, Il. 17, 493, auch übertr., κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίϑοιο, Od. 23, 103, στερεοῖς ἐπέεσσι, im Ggstz von μειλι χίοις, mit ha rten Worten, Il. 12. 267; u. adv., στερεῶς ἀρνεῖσϑαι, ἀποειπεῖν, 9, 510. 23, 42. 715, H. h. Ven 25 Cer. 330; hartnäckig, bestimmt. u. im eigtl. Sinne, στερεῶς καταδῆσαι, ἐντετάσϑαι, Od. 14, 346 Il. 10, 263; πῠρ, Pind. Ol. 11, 36, ὀδύναι, P. 4, 221, ἁμαρτήματα στερεά, ϑανατόεντα, grause, Soph. Ant. 1248, στερεαὶ ἀπειλαί, Aesch. Prom. 173, ἕρμα στερεὸν γῆς, Eur. Hel. 860; Plat. Phaedr. 246, u. öfter, Ggstz μαλϑακός, 239 c; ἦϑος, Polit. 309 b; στερεῇ φρενὶ τλῆναι ὀϊζύν, Qu. Sm. 9, 508, καὶ ἄνουσος, 9, 461. Bes. von geometrischen Körpern, u. ἀριϑμός, Kubikzahl, Plat. Theaet. 148 b; vgl. ἐπίπεδά τε καὶ στερεά, Phil. 51 c; Arist. Pol. 5, 12 u. Sp.
-
2 γεω-μετρέω
γεω-μετρέω, die Erde, Land vermessen, ein Geometer sein, übh. ausmessen, τά τε γᾶς ὑπένερϑε καὶ τὰ ἐπίπεδα Pind. bei Plat. Theaet. 173 e; vgl. Men. 85 e. Xen. Conv. 6, 8; Pol. 9, 20 u. Sp.
-
3 ὀ-φρύς
ὀ-φρύς, ύος, ἡ, nach Arcad. 92 ὀφρῦς (vgl. die Braue, ό ist also bloßer Vorschlag), – 1) die Augenbraue; gew. im plur.; κυανέῃσιν ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων, Il. 1, 528, öfter, mit den Augenbrauen winken, als Zeichen der Bejahung, auch des Befehls (vgl. νεύω); ὑπ' ὀφρύσι δάκρυα λεῖβον, 13, 88 u. öfter; vgl. Soph., der Ant. 825 sogar sagt τέγγει δ' ὑπ' όφρύσι παγκλαύστοις δειράδας; Hom. κοίμησόν μοι Ζηνὸς ὑπ' ὀφρύσιν ὄσσε, Il. 14, 236; ὄσσε λαμπέσϑην βλοσυρῇσιν ὑπ' ὀφρύσιν, 15, 608; ὑπ' ὀφρύσι πῦρ ἀμάρυσσε, Hes. Th. 827. Oft bei den Dichtern als der Theil des Gesichts, durch welchen Freude u. Trauer ausgedrückt wird, ἡ δ' ἐγέλασσεν χείλεσιν, οὐδὲ μέτωπον ἐπ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνϑη, Il. 15, 102; ἀγανᾷ γελάσσαις ὀφρύϊ, Pind. P. 9, 39; μειδιᾶν ὀφρύσι; vom Zorn, νωμῶντ' ὀφρύν, Aesch. Ch. 283; vom Unwillen, τὰς ὀφρῦς συνήγομεν κἀποιοῦμεν δεινά, Ar. Nub. 574, wie wir sagen »die Stirne runzeln«; στυγνὸν ὀφρύων νέφος, wie στυγνὴν ὀφρύν, Eur. Hipp. 173. 290; u. bes. vom Stolz u. Hochmuth, bes. bei Sp., wie in der Anth. oft, στρεβλὴν ὀφρὺν ἐφελκόμενος, Leon. Tar. 85 (VII, 440), wie Alciphr. 1, 34, τὰς ὀφρῦς ὑπὲρ τοὺς κροτάφους ἐπῆρας; vgl. Luc. bis accus. 28; Diphil. bei Ath. II, 35 c τὸν τὰς ὀφρῦς αἴροντα (der ein ernstes Gesicht macht) πείϑεις γελᾶν; στυγνὴν ὀφρύων τάσιν λύεις, Diosc. 3 (XII, 42); κατεσπακὼς τὰς ὀφρῦς, Alciphr. 3, 3, vgl. καταβάλλειν τὰς ὀφρῦς Eur. Cycl. 167; συνάγειν, Pallad. 5 (X, 56), wie Luc. Dem. enc. 16 Icarom. 29; συνέσπακε τὰς ὀφρῦς, Vit. auct. 7; ἀνατείνειν, Tim. 54; Lucill. 119 (X, 122) sagt τὴν ὀφρὺν καὶ τὸν τῦφον καταπαύσει; τὰς ὀφρῦς εἰς ἕν ἀγείρειν, Paul. Sil. 35 (V, 300); ἐρύσσαι, Agath. 4 (V, 216); ὀφρύες πέσον, ὀφρὺν ὑπερέσχεϑεν, 13. 22 (V, 273. 299). – 2) übh. jeder erhöhete Rand, Hügelrand, Hügel; Il. 20, 151; ἐπ' ὀφρύϊ Παρνασίᾳ, Pind. Ol. 13, 102; εἰς Νεῖλον ἀπ' ὀφρύος ἥλατο, Ep. ad. 418 (IX, 252); τοῦ ποταμοῦ, Uferrand, Pol. 2, 33, 7 u. öfter; τὰ ἐπίπεδα ὑπὲρ τὰς ὀφρῦς τῶν λόφων, 7, 6, 3; προβαλλόμενος ὀφρὺν ἀπότομον, 36, 6, 2; ἐπ' ὀφρύσιν αἰγιαλοῖο, Ap. Rh. 1, 178; N. T. u. a. Sp. (vgl. ὀφρύη). – Der acc. ὀφρύα statt des gewöhnlichen ὀφρύν findet sich Strat. 28 (XII, 186) Opp. Cyn. 4, 405; accus. plur. ὀφρύας Od. 9, 389, ὀφρῦς Il. 16, 740. – [Υ ist im nom. u. acc. sing. lang, in den Zusammensetzungen aber kurz, εὔοφρυς u. ä.]
-
4 ἐπί-περθεν
ἐπί-περθεν, = ἐφύπερϑε, Ggstz von ὑπένερϑε, Pind. bei Plat. Theaet. 173 e, wo aber Bekk. ἐπίπεδα aufgenommen hat.
См. также в других словарях:
ἐπιπέδα — ἐπιπέδᾱ , ἐπιπεδάω pres imperat act 2nd sg ἐπιπέδᾱ , ἐπιπεδάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπεδα πολωμένο φως — Φως, στο οποίο οι ταλαντώσεις είναι ευθύγραμμες, παράλληλες προς ένα επίπεδο και εγκάρσιες προς τη διεύθυνση διάδοσης (γραμμική πόλωση). Το φως που ανακλάται από μια γυαλιστερή επιφάνεια γυαλιού με γωνία πρόσπτωσης tan–1 , όπου n2, n1 οι δείκτες … Dictionary of Greek
ἐπίπεδα — ἐπίπεδος on the ground neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
παραστατική γεωμετρία — Το σύνολο των γεωμετρικών μεθόδων για την παράσταση σχημάτων του χώρου στο επίπεδο. Η παράσταση είναι τέτοια, ώστε να επιτρέπει την αντίληψη του ίδιου του σχήματος και την (έμμεση) μελέτη των ιδιοτήτων του. Από τις μεθόδους της π.γ. θα αναφερθούν … Dictionary of Greek
επιφάνεια — I (Γεωμ.). Όρος που χαρακτηρίζει για τον συνηθισμένο χώρο κάθε σύνολο από σημεία (x, ψ, z) του χώρου με x = x (u, υ), ψ = ψ (u, υ), z = z (u, υ), όπου οι συναρτήσεις: (1) χ (u, υ), ψ (u, υ), z (u, υ) νοούνται ορισμένες σε ένα υποσύνολο του… … Dictionary of Greek
πρίσμα — I Στη γεωμετρία ονομάζεται έτσι κάθε στερεό, που περιορίζεται από τμήματα επιπέδων (έδρες) τέτοια, ώστε δύο από αυτά να είναι πολύγωνα ίσα μεταξύ τους, με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και τα άλλα παραλληλόγραμμα (παράπλευρες έδρες). Οι… … Dictionary of Greek
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek