-
1 επίλογος
-
2 ἐπίλογος
-
3 επιλογος
ὅ1) заключение, вывод2) рит. заключительная часть речи, эпилог Arst.3) рит. пояснительное добавление, пояснение Arst. -
4 επίλογος
ο1) эпилог, заключение; 2) исход, результат -
5 επίλογος
[эпилогос] ουσ α заключение, эпилог. -
6 ἐπίλογος
ἐπίλογ-ος, ὁ,A reasoning, inference, only [dialect] Ion., Hdt.1.27; τῆς γνώμης ποιέεσθαι ἐπίλογον give a reason for their opinion, Hp.Nat.Hom.1.II. peroration of a speech, Arist.Rh. 1414b12, Chrysipp.Stoic.2.96, Phld.Rh.1.202 S., Longin.12.5, etc.2. the concluding portion of a play, = ἔκθεσις,Sch. Ar.Ra. 1548: metaph.,ἐ. τῆς κοσμοποιίας Ph.1.237
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίλογος
-
7 ἐπίλογος
-
8 πρό-λογος
πρό-λογος, ὁ, Vorrede, Vorwort; bes. in der Tragödie und der alten Comödie der erste Theil der Handlung vor dem ersten Chorgesange, Ar. Ran. 1119; vgl. Arist. poet. 12; von Euripides an und in der römischen Comödie eine monologische Erzählung dessen, was der Zuschauer wissen muß, um den Anfang der Handlung zu verstehen, die Stelle der eigentlichen dramatischen Exposition vertretend; Ggstz ἐπίλογος. – In der Arithmetik das Verhältniß der größern Zahl zur kleinem (8: 4), Nicom. ar.
-
9 ἔκ-θεσις
ἔκ-θεσις, ἡ, 1) das Aussetzen, z. B. eines Kindes; Eur. Ion 956; Her. 1, 116; Plut. Rom. 8. – 2) das Auseinandersetzen, die Erklärung, Arist. Metaphys. 1, 9 u. öfter, wie Sp.; τοῠ δράματος = ἐπίλογος, der Schluß, Schol. Ar. Ran. 1548. – 3) Aussatz, der Satz im Spiel, Alciphr. 3, 54. – 4) die öffentliche Bekanntmachung durch Ausstellung, Sp.
-
10 επιλόγοις
-
11 ἐπιλόγοις
-
12 επιλόγου
-
13 ἐπιλόγου
-
14 επιλόγους
-
15 ἐπιλόγους
-
16 επιλόγω
-
17 ἐπιλόγῳ
-
18 επιλόγων
-
19 ἐπιλόγων
-
20 επίλογοι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπίλογος — reasoning masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίλογος — ο (AM ἐπίλογος) 1. το τελευταίο μέρος ρητορικού λόγου ή βιβλίου 2. συμπέρασμα νεοελλ. αποτέλεσμα πράξεων που προηγήθηκαν («επίλογος τής διαφωνίας ήταν ο φόνος») μσν. μαγική επωδή, ξόρκι αρχ. 1. το τέλος τού δράματος, έξοδος 2. επεξηγηματική… … Dictionary of Greek
επίλογος — ο 1. το τελευταίο μέρος λόγου ή βιβλίου, η κατακλείδα του λόγου. 2. το συμπέρασμα, το πόρισμα λόγου ή βιβλίου. 3. μτφ., το αποτέλεσμα προηγούμενων πράξεων ή γεγονότων, η συνέπεια, το επακόλουθο: Ο επίλογος του μεθυσιού ήταν ο εμετός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιλόγοις — ἐπίλογος reasoning masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλόγου — ἐπίλογος reasoning masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλόγους — ἐπίλογος reasoning masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλόγων — ἐπίλογος reasoning masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλόγῳ — ἐπίλογος reasoning masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίλογοι — ἐπίλογος reasoning masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίλογον — ἐπίλογος reasoning masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούλουμα — Γιορτή την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας, που χαρακτηρίζεται από ομαδική έξοδο στην ύπαιθρο και χαρακτηριστικά έθιμα. Η λέξη αναφέρεται με διάφορους τύπους, όπως κούλουμπα (Κλειτορία Πελοποννήσου), ανακούλουμα (Ιθάκη), κούλουμες (Λεύκτρα… … Dictionary of Greek