-
1 эпилог
-
2 послесловие
ο επίλογος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > послесловие
-
3 присказка
литер. η προεισαγωγή/αρχή ή ο επίλογος/το τέλος του μύθου, παραμυθιού (π.χ. στην αρχή «μια φορά κι έναν καιρό» και στον επίλογο «και ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > присказка
-
4 эпилог
(литер., муз.) о επίλογος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эпилог
-
5 послесловие
послесловиес ὁ ἐπίλογος. -
6 эпилог
эпилогм ὁ ἐπίλογος. -
7 epilogue
['epiloɡ](the closing section of a book, programme etc.) επίλογος -
8 эпилог
[επιλόκ] ουσ. α επίλογος -
9 эпилог
[επιλόκ] ουσ α επίλογος -
10 заключительный
επ.τελικός•-ое слово ο τελικός λόγος στο κλείσιμο (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• -ая часть доклада το τελικό (τελευταίο) μέρος της εισήγησης•
-ое заседание τελευταία συνεδρίαση•
заключительный баланс ισολογισμός στο τέλος του καθολικού•
-ая сцена τελευταία πράξη (φινάλε) θεατρικού έργου•
-ая часть επίλογος•
заключительный акт τελική πράξη.
-
11 послесловие
-я ουδ.επίλογος. -
12 присказка
-и θ.προεισαγωγή μύθου ή επίλογος. -
13 эпилог
-а α.επίλογος. -
14 Peroration
subs.P. ἐπίλογος, ὁ ( Aristotle).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Peroration
См. также в других словарях:
ἐπίλογος — reasoning masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίλογος — ο (AM ἐπίλογος) 1. το τελευταίο μέρος ρητορικού λόγου ή βιβλίου 2. συμπέρασμα νεοελλ. αποτέλεσμα πράξεων που προηγήθηκαν («επίλογος τής διαφωνίας ήταν ο φόνος») μσν. μαγική επωδή, ξόρκι αρχ. 1. το τέλος τού δράματος, έξοδος 2. επεξηγηματική… … Dictionary of Greek
επίλογος — ο 1. το τελευταίο μέρος λόγου ή βιβλίου, η κατακλείδα του λόγου. 2. το συμπέρασμα, το πόρισμα λόγου ή βιβλίου. 3. μτφ., το αποτέλεσμα προηγούμενων πράξεων ή γεγονότων, η συνέπεια, το επακόλουθο: Ο επίλογος του μεθυσιού ήταν ο εμετός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιλόγοις — ἐπίλογος reasoning masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλόγου — ἐπίλογος reasoning masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλόγους — ἐπίλογος reasoning masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλόγων — ἐπίλογος reasoning masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλόγῳ — ἐπίλογος reasoning masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίλογοι — ἐπίλογος reasoning masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίλογον — ἐπίλογος reasoning masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούλουμα — Γιορτή την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας, που χαρακτηρίζεται από ομαδική έξοδο στην ύπαιθρο και χαρακτηριστικά έθιμα. Η λέξη αναφέρεται με διάφορους τύπους, όπως κούλουμπα (Κλειτορία Πελοποννήσου), ανακούλουμα (Ιθάκη), κούλουμες (Λεύκτρα… … Dictionary of Greek