-
1 επιλόγους
-
2 ἐπιλόγους
См. также в других словарях:
ἐπιλόγους — ἐπίλογος reasoning masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιλόγους
2 ἐπιλόγους
ἐπιλόγους — ἐπίλογος reasoning masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)