-
1 επίλογοι
-
2 ἐπίλογοι
-
3 ἐπίλογος
ἐπίλογ-ος, ὁ,A reasoning, inference, only [dialect] Ion., Hdt.1.27; τῆς γνώμης ποιέεσθαι ἐπίλογον give a reason for their opinion, Hp.Nat.Hom.1.II. peroration of a speech, Arist.Rh. 1414b12, Chrysipp.Stoic.2.96, Phld.Rh.1.202 S., Longin.12.5, etc.2. the concluding portion of a play, = ἔκθεσις,Sch. Ar.Ra. 1548: metaph.,ἐ. τῆς κοσμοποιίας Ph.1.237
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίλογος
См. также в других словарях:
ἐπίλογοι — ἐπίλογος reasoning masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκίπης, Σωτήρης — Ποιητής (1881 1952). Γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Λάρισα. Το 1897 ήρθε στην Αθήνα, όπου σε ηλικία 20 ετών κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή. Το 1904 διεύθυνε μαζί με τον Αρ. Καμπάνη το περιοδικό Ακρίτας.… … Dictionary of Greek