-
1 επίθετ'
ἐπίθετα, ἐπίθετονadditional: neut nom /voc /acc plἐπίθετα, ἐπίθετοςadditional: neut nom /voc /acc plἐπίθετε, ἐπίθετοςadditional: masc /fem voc sgἐπίθετε, ἐπιτίθημιlay: aor imperat act 2nd plἐπίθεται, ἐπιτίθημιlay: aor subj mid 3rd sg (epic)ἐπίθετο, ἐπιτίθημιlay: aor ind mid 3rd sg (homeric ionic)ἐπίθετο, πείθωpersuade: aor ind mid 3rd sgἐπίθετε, πείθωpersuade: aor ind act 2nd pl -
2 ἐπίθετ'
ἐπίθετα, ἐπίθετονadditional: neut nom /voc /acc plἐπίθετα, ἐπίθετοςadditional: neut nom /voc /acc plἐπίθετε, ἐπίθετοςadditional: masc /fem voc sgἐπίθετε, ἐπιτίθημιlay: aor imperat act 2nd plἐπίθεται, ἐπιτίθημιlay: aor subj mid 3rd sg (epic)ἐπίθετο, ἐπιτίθημιlay: aor ind mid 3rd sg (homeric ionic)ἐπίθετο, πείθωpersuade: aor ind mid 3rd sgἐπίθετε, πείθωpersuade: aor ind act 2nd pl -
3 αναψυχής
(επίθετ.)de lleure -
4 ἐπιθετέον
A one must impose, ; one must set on,σφραγῖδα τῷ λόγῳ Jul.Or.4.141c
; one must put on, apply, Herod.Med. ap.Aët.9.2;ἐπίπλασμα Aret.CA1.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιθετέον
-
5 ἐπιθέτης
II. official of a religious association, IG3.1280a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιθέτης
-
6 ἐπιθετικός
A ready to attack,θηρίοις X.Mem.4.1.3
; enterprising, στρατηγός ib.3.1.6, Str.3.4.5;ἐπιθετικώτατον περὶ πάσας τὰς πράξεις Arist.Pol. 1315a11
: -κόν, τό, enterprise, Corn.ND21.II. added: τὸ ἐ. the adjective, A.D.Synt.81.17 (pl.); ἐ. σύνταξις, προσηγορίαι, ib.18.7, D.S.4.5. Adv.- κῶς Corn.ND35
, Sch. Il.13.29: [comp] Comp.- ώτερον A.D.Synt.81.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιθετικός
-
7 ἐπίθετος
ἐπίθετ-ος, ον,A additional,φυλαί D.H.3.71
; esp. at Athens, opp. πάτριος, relatively modern,ἑορταί Isoc.7.29
; τὰ ἐ., opp. τὰ πάτρια, the acquired powers of the Areopagus, Lys.Fr. 178 S., cf. Arist.Ath.25.2, 3.3; so ἐ. ἐξουσία usurped authority, Plu.Cleom.10: generally, adventitious, τὰ μὲν τῶννόμων ἐπίθετα, τὰ δὲ τῆς φύσεως ἀναγκαῖα Antipho Soph.Oxy.1364.25
; ἐπιθυμίαι, opp. κοιναί, Arist.EN 1118b9;ἐ. τῇ φύσει κακά Men.534.13
.2. fictitious, Thphr.HP9.8.8; opp. ἀληθινός, D.H.4.70, cf. 68.3. of letters, entrusted for conveyance, Lys.Fr.116S.II. ἐ. [ ὄνομα] adjectival, D.T.636.9, cf. Plu.Cor.11.III. Subst. [full] ἐπίθετον, τό, epithet, Arist.Rh. 1406a19, D.H.Comp.5, A.D.Synt.41.15; adjective, ib.81.24 (so Adv. -τως, λέγειν indicate by epithets, Str.1.2.29, al.).2. = ἐπίθημα 5, Aret.CA1.1.3. ἐπίθετος, ὁ, a throw of the dice, Eub.57.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίθετος
-
8 прилагательное
грам. το επίθετ/οположительная степень - ых ο θετικός βαθμός των - ων, το θετικόпревосходная степень - ых το υπερθετικό, ο υπερθετικός βαθμός των - ωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прилагательное
См. также в других словарях:
ἐπίθετ' — ἐπίθετα , ἐπίθετον additional neut nom/voc/acc pl ἐπίθετα , ἐπίθετος additional neut nom/voc/acc pl ἐπίθετε , ἐπίθετος additional masc/fem voc sg ἐπίθετε , ἐπιτίθημι lay aor imperat act 2nd pl ἐπίθεται , ἐπιτίθημι lay aor subj mid 3rd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
κεφαλήσιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει στην κεφαλή 2. αυτός που έχει σχήμα κεφαλής («κεφαλήσιο τύρι» το κεφαλοτύρι). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + επιθετ. κατάλ. ήσιος (πρβλ. καρυδ ήσιος, φιδ ήσιος)] … Dictionary of Greek
οίκοι — (Α οἴκοι) επίρρ. 1. στο σπίτι, κατ οίκον (α. «οὔ νυ καὶ ὑμῑν οἴκοι ἔνεστι γόος», Ομ. Ιλ. β. «τού επιβλήθηκε οίκοι περιορισμός») 2. στην πατρίδα αρχ. 1. προς το σπίτι ή προς την πατρίδα 2. (ενάρθρως ως επιθετ. προσδ. ουσ.) ὁ, ἡ, τὸ οἴκοι ο… … Dictionary of Greek
ποντικός — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται τα Τρωκτικά, που ανήκουν στην υποοικογένεια των μυϊνών, της μεγάλης οικογένειας των Μυϊδών. Μια τυπική μορφή των απλοδόντων αυτών είναι ο γνωστός κατοικίδιος ποντικός (mus musculus), που έχει μήκος 16 18 εκ … Dictionary of Greek