-
121 κοῖλος
κοῖλος, η, ον, [dialect] Aeol.and [dialect] Ion. κοίϊλος, prob. in Alc.15.5, Mimn.12.6; [full] κόϊλος, α, ον, Anacr.9 ([comp] Comp. - ώτερα), cf. A.D.Pron.87.5, Hdn.Gr.2.927:—A hollow, Hom.mostly as epith. of ships,κ. νῆες Il.1.26
, al. (later κ. ναῦς hold of the ship, Hdt.8.119, X.HG1.6.19, D.32.5; so ἡ κ. alone, Theoc.22.12, Callix.1;τὰ κ. App.BC5.107
); κ. λόχος, κ. δόρυ, of the Trojan horse, Od.4.277, 8.507;κ. σπέος 12.93
;κ. πέτρα A. Eu.23
, S.Ph. 1081 (lyr.); κ. κάπετος, of a grave, Il.24.797, S.Aj. 1165 (anap.), cf. Ant. 1205;κ. τάφρος E.Alc. 898
(anap.);κ. νάρθηξ Hes. Op.52
; ; κ. φλέψ vena cava, Hp.Loc.Hom.3, Gal. 2.786, 4.668;σφόνδυλος κ. Pl.R. 616d
; of vessels,ἀγγήϊα Hdt.4.2
; ; ;κύλικος.. κοῖλον κύτος Pl.
Com.189; κ. ἄργυρος καὶ χρυσός silver and gold plate, Theopomp. Hist.283a, cf. S.Fr. 378, Arist.Oec. 1350b23, etc.;κ. ἐκκοπεύς Gal.10.445
; νόμισμα κ. dub. sens. in Numen. ap. Eus.PE11.18; sunk, (Chalcedon, iii/ii B.C.), cf. Longin.Rh.p.199 H. (but κ. γραμμή curved line, Hero Bel.75.15); ἀλέαν εἰς τὸ θύρωμα κοίλαν curved canopy, Rev.Arch.22.63 (Callatis, iii B.C.); κ. ὑποδήματα boots that reach to mid-leg, Ael.NA6.23 (κοῖλα ποσσὶν ὑποδέδεσθε Ezek.Exag. 181
, cf. Poll.7.84); κ. δέμνια empty bed, S.Tr. 901; κ. χείρ, of a beggar, AP12.212 (Strat.);κ. ἱστίον Poll.1.107
; κοῖλος μήν short month, Gem.8.3, cf.κοιλοποιέομαι, κοῖλος 11.3
: [comp] Comp., -ότερος ὁλμοῦ Epich.81
.2 of Places, lying in a hollow or forming a hollow, κ. Λακεδαίμων the vale of L., Od.4.1;κ. Θεσσαλίη Hdt.7.129
;κ. Ἄργος S.OC 378
, 1387;Αὐλίδος κ. μυχοί E. IA 1600
;κ. τόποι Plb.3.18.10
: as pr.n., K. Συρία the district between Lebanon and Anti Lebanon, Id.1.3.1, etc.; τὰ K.τῆς Εὐβοίης Hdt. 8.13
; ἡ K. the valley of the Ilissus, name of Attic deme, Id.6.103, etc.: [comp] Comp.,κοιλότερα τῆς κάτωθεν χώρας Arist.Mete. 352b33
.b κ. λιμήν harbour lying between high cliffs, Od.10.92; κ. αἰγιαλός embayed beach, 22.385;ἐν τῷ κ. καὶ μυχῷ τοῦ λιμένος Th.7.52
.c κ. ὁδός hollow way, Il.23.419;κ. ἄγυια Pi.O.9.34
.d κ. ποταμός a river nearly empty of water, Th.7.84; ap. Ath.9.388a; but κ. ποταμός with deep bed, Plb.21.37.4.3 κ. ἅλς, θάλασσα, the sea full of hollows, i.e. with a heavy swell on, A.R. 2.595, Plb.1.60.6.4 κ. νοσήματα internal complaints, Philostr. VA3.44.II metaph.,1 of the voice, hollow, κόχλον ἑλὼν μυκήσατοκοῖλον Theoc.22.75
(though here κοῖλον may agree with κόχλον); φθέγγεσθαι κ. καὶ βαρύ Luc.Ner.6
, Philostr.VA3.38;ὁ -ότατος τῶν φθόγγων Aristid.Quint.1.10
.2 Philos., hollow, empty, void of content, αἱ κ. ἐνέργειαι, opp. αἱ ἀμείνους, Herm.in Phdr.p.170A.: more freq.in [comp] Comp., κοιλοτέρα θεωρία, ζωή, ib.pp.67,68A.; τὰ -ότερα, opp. τὰ ὑπέρτερα, ib.p.143 A., cf. Dam.Pr.96; χωρῶν πρὸς τὸ κ. ib. 379.3 ἡμέραν κ. ποιεῖσθαι allow payments to lapse for a day (cf.κοιλαίνω 11.2
), BGU1136.5 (i B.C.); οὐδεμίαν δόσιν κ. ποιεῖσθαι ib. 1146.15 (i B.C.).III concave, τὸ κ., opp. τὸ κυρτόν, Arist.Ph. 222b3, EN 1102a31;κοῖλα καὶ ἐσέχοντα Philostr.Im.2.20
; of military formations, Ascl.Tact.11.1.IV Subst. κοῖλον, τό, hollow, cavity, Pl.Phd. 109b, al.; esp. of cavities in the body,τὰ κ. γαστρός E.Ph. 1411
; τὰ κ. [τῆς καρδίας] the ventricles, Arist.HA 496a13; τὸ κ. τῶν νεφρῶν ib. 497a11;τὸ τῶν χειρῶν κ. Apollod.
ap. Ath. 11.479a;τὸ κ. τοῦ.. ποδός Hp.Epid.5.48
: prov., τὸ κ. τοῦ ποδὸς δεῖξαι to show 'a clean pair of heels', Hsch.; τὰ κ. τῶν ὀφθαλμῶν, τοῦ προσώπου, Hp.Mul.2.119, Nat.Mul.9 codd. (sed leg. κύλα) ; τὰ κ. alone, hollows of the side, flanks, like κενεών, Arist.HA 630a3.2 κοῖλος· θυρεών, οὐκ ἔχων θύρας, Hsch. -
122 κυαναυγής
κῠαν-αυγής, ές,A dark-gleaming, (lyr.);τὰς βολὰς τῶν ὀφθαλμῶν ἐστὶ κ. Alciphr.3.1
; of the sea,κ. Ἀμφιτρίτη D.P. 169
, etc.;πηγή Supp.Epigr.4.467.25
(Milet., iii A.D.); com. of dithyrambs, Ar.Av. 1389.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυαναυγής
-
123 κύλα
A the parts under the eyes, Hp.Nat.Mul.15; τὰ κ. τοῦ προσώπου ἐξερυθριᾷ ib.9, cf. Mul.1.37;τὰ κ. τῶν ὀφθαλμῶν ὑπόχλωρα Sor.1.44
, cf. Hsch., Phot.:—also [full] κυλάδες, αἱ, Eust.1951.18; [full] κυλίς, Poll.2.66; cf. κύλλαβοι, κύλλια, -
124 κώφωσις
2 metaph., dullness, Pempel. ap. Stob.4.25.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κώφωσις
-
125 λάμπω
Aλάμπεσκεν Emp.84.6
, Theoc. (v. infr.): [tense] fut. -ψω S.El.66, AP6.249 (Antip.): [tense] aor.ἔλαμψα Hdt.6.82
(v.l.), S.OT 473 (lyr.), Ar.V.62, Pl.Ep. 335d: [tense] pf. λέλαμπα (in [tense] pres. sense) E.Andr. 1025, Tr. 1295 (both lyr.):—[voice] Med., h.Hom.31.13, etc.: [tense] impf. ἐλαμπόμην, [dialect] Ep. λαμπ-, Il.6.319, E.Med. 1194: [tense] fut. λάμψομαι ( ἐλλ-) Hdt.1.80:—[voice] Pass., [tense] fut. λαμφθήσομαι ( ἐλλ-) Plot.2.9.3: [tense] aor.ἐλάμφθην J.BJ4.10.1
( περι-): from these late forms of [voice] Pass. must be distd. the similar [dialect] Ion. forms of λαμβάνω:—give light, shine, of the gleam of arms,τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ' ὥς τε στεροπή Il.10.154
, cf. 11.66; λάμπε δὲ χαλκῷ, of Hector, 12.463;φῶς λάμπεσκεν Emp.
l.c.;ἀπ' ὀφθαλμῶν δὲ κακὸν πῦρ.. λάμπεσκε Theoc.24.19
; of the eyes,ὀφθαλμὼ δ' ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον Il.13.474
; of the sun, Sol.13.23, etc.; of fire, S.Ant. 1007;ἄλσος λάμπεν ὑπὸ δεινοῖο θεοῦ Hes.Sc.71
:—[voice] Med.,κόρυθος -ομένης Il.16.71
;λάμπετο δουρὸς αἰχμή 6.319
;δαΐδων ὕπο -ομενάων 18.492
, Od. (only in this phrase) 19.48, 23.290;χαλκὸς ἐλάμπετο Il.22.134
; of a person, -όμενος πυρί 15.623
;τεύχεσι λ. 20.46
, Hes.Sc.60;ὄσσε -έσθην Il.15.608
;πεδίον.. λάμπετο χαλκῷ 20.156
, etc.2 of sound, ring loud and clear,παιὰν δὲ λάμπει S.OT 186
(lyr.), cf. 473 (lyr.); cf.λαμπρός 1.4
.3 metaph., shine forth, be famous or conspicuous,λάμπει κλέος Pi.O.1.23
;ἀρετά Id.I. 1.22
, E.Andr. 776 (lyr.); (lyr.); (lyr.); .b Astrol., of a planet, occupy a favourable position, Ptol.Tetr.51.4 of persons, φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ with beaming face, Ar.Eq. 550 (anap.); shine, gain glory, οὐδ' εἰ Κλέων γ' ἔλαμψε Id.V.l.c.;ἐν ἄλλοις βουσὶν ἰὼν λάμπεσκεν Theoc.25.141
.II trans., cause to shine, illumine,δόλιον ἀκταῖς ἀστέρα λάμψας E.Hel. 1131
(lyr.), cf. Ion83 (anap.), Ph. 226, APl.c., Trag.Adesp.33, etc. —Found chiefly in poetry and Com., though the [tense] pres. and [tense] impf. occur in X.An.3.1.11 ([voice] Med.), Mem.4.7.7, Pl.Phdr. 250d, Arist.de An. 419a4, and late Prose, and the [tense] aor. in Hdt.6.82 (v.l.), Arist.Mu. 395a15, Plu.Tim.3, etc. -
126 λαμυρός
II gluttonous, greedy,γάστρις καὶ λ. Epicr. 5.8
= Antiph.89.5; γαστρὶ χαριζόμενος τῆς οὐ λαμυρώτερον οὐδὲν Timo 7;ὀδόντες Theoc.25.234
; .III metaph., wanton, impudent, -ώτερον λέγειν X.Smp.8.24
;Ἀλκιβιάδου ἡ ἄγαν λ. πολιτεία Plu.Comp.Alc.Cor.1
;λάμυρόν τι προσβλέπειν τινί Id.Mar. 38
;λ. ἱστορίη AP7.450
(Diosc.); of women, coquettish, ib.5.161 (Asclep.); of Eros, λαμυροῖς ὄμμασι πικρὰ γελᾷ ib. 179 (Mel.);λαμυρὰς Πόθων ἀέλλας Cerc.5.10
: later in good sense, piquant, arch, like ἐπίχαρις, Phryn.259; charming, Plu.Caes.49, Eun.VSp.467 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαμυρός
-
127 λίπασμα
4 λίπασμα ὀφθαλμῶν a glistening, i.e. a tear, Epicur. ap. Cleom.2.1 (p.89 U.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λίπασμα
-
128 λόε
A v. λούω. [full] λοετρόν, [full] λοετροχόος, v. λουτρ-. [full] λοέω, v. λούω. [full] λοιάδες· αἱ κόραιτῶν ὀφθαλμῶν, Theognost.Can.22; cf. λογάς (B). [full] λοίαξ· ὁ ξηρὸς χόρτος, Hsch.
См. также в других словарях:
ὀφθαλμῶν — ὀφθαλμός eye masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τὰ ἔξω ὀφθαλμῶν, ἔξω φρενῶν… — См. С глаз долой из памяти вон … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
очьныи — (13) пр. Пр. к око: ѿ зѣница очныѧ въсхыщаемыѧ сѣни. КР 1284, 356в; паѹла… избраньствомь сподоби и васили˫а вкупѣ оц҃а рускаго очьныи недугь отерлъ ѥси мл(с)тве. твоимь кр҃щниѥмь. МинПр XIII/XIV, 68; ѿверзостасѧ ѡчи ѥю и разѹмѣста, ˫ако нага ѥста … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αχλύς — Η θόλωση της ατμόσφαιρας. Η α. (ξερή ομίχλη) παρατηρείται κυρίως το καλοκαίρι και οφείλεται στην ανώμαλη διάθλαση του φωτός και στη διαφορά θερμοκρασίας στρωμάτων αέρος. Το φαινόμενο είναι εντονότερο, όταν o αέρας περιέχει μεγάλες ποσότητες… … Dictionary of Greek
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek
ετεροφθαλμία — η (ΑΜ ἑτεροφθαλμία) [ετερόφθαλμος] νεοελλ. ιατρ. διαφορά στην εμφάνιση τών δύο ματιών ως προς το μέγεθος, τη θέση τού άξονά τους και, πιο συχνά, το χρώμα τής ίριδας μσν. στον πληθ. αἱ ἑτεροφθαλμίαι οι μαγγανείες, οι γοητείες μσν. αρχ. διαφορά στο … Dictionary of Greek
ηιών — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Μακεδονίας. Στην αριστερή όχθη του Στρυμόνα, σε απόσταση 25 σταδίων από την Αμφίπολη, o Ξέρξης κατασκεύασε κοντά της γέφυρα για να περάσει ο περσικός στρατός στη Μακεδονία. Αργότερα, o Πέρσης στρατηγός… … Dictionary of Greek
οφθάλμιος — ὀφθάλμιος, ον (Α) [οφθαλμός] 1. ο σχετικός με τους οφθαλμούς 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀφθάλμια α) η περιοχή τών οφθαλμών β) μαρμάρινη, ξύλινη ή μεταλλική παράσταση οφθαλμών ως ανάθημα … Dictionary of Greek
οφθαλμοστρόφος — ο 1. αυτός που προκαλεί στροφή τών οφθαλμών (α. «οφθαλμοστρόφοι μύες» β. «οφθαλμοστρόφα νεύρα») 2. φρ. «οφθαλμοστρόφος κρίση» νευρική κρίση κατά τη διάρκεια τής οποίας προκαλούνται σπασμωδικές περιστροφές τών βολβών τών οφθαλμών … Dictionary of Greek
πανήγυρη — η / πανήγυρις, δωρ. τ. πανάγυρις, ΝΜΑ 1. συνάθροιση πλήθους ανθρώπων προκειμένου να τελέσουν μεγάλη θρησκευτική τελετή, πανηγύρι 2. προσωρινή, και ολιγοήμερη συνήθως σύσταση μεγάλης εμπορικής αγοράς σε έναν τόπο, συνήθως με την ευκαιρία τού… … Dictionary of Greek
σύμπτωση — η / σύμπτωσις, ώσεως, ΝΜΑ [συμπίπτω] αυτό που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίο συμβάν (α. «τί ευχάριστη σύμπτωση» β. «αἱ μὴ δυνάμεναι συλλαμβάνειν ἐὰν ἢ διὰ θεραπείαν συλλάβωσιν ἢ δι ἄλλην τινὰ σύμπτωσιν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. το να συμπίπτει κάτι με… … Dictionary of Greek