Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐξ-απο-φθείρω

  • 1 ἀπο-φθείρω

    ἀπο-φθείρω, vernichten, zerstören, Aesch. Ch. 254; eine Fehlgeburt thun, Hippocr. – Pass. mit fut. med., aufgerieben werden, Thuc. 2, 49; zu Grunde gehen, Eur. Tr. 508; zu seinem Unglück weggehen, γῆς Herc. fur. 1290; komisch, οὐκ εἰς κόρακας ἀποφϑερεῖ μου; wirst du dich fortscheren! Ar. Nubb. 787; Equ. 889; übh. weggehen, Dion. Hal. 5, 68. – Schol. Ar. Ran. 1447 citirt aus Eup. ἀποφϑαρεὶς δὲ δύο κύβω καὶ τέτταρα.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀπο-φθείρω

  • 2 ἐξ-απο-φθείρω

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἐξ-απο-φθείρω

  • 3 φθείρω

    φθείρω, [dialect] Aeol. [full] φθέρρω Hdn.Gr.2.303, al.; Arc. [full] φθήρω IG5(2).6.17 (Tegea, iv B. C.): [dialect] Ion. [tense] impf. φθείρεσκε ([etym.] δια-) Hdt.1.36: [tense] fut.
    A

    φθερῶ X.HG7.2.11

    , ([etym.] δια-) A.Ag. 1266, etc.; [dialect] Ion. φθερέω ([etym.] δια-) Hdt. 5.51; [dialect] Ep. φθέρσω ([etym.] δια-) Il.13.625: [tense] aor. 1

    ἔφθειρα A.Pers. 244

    (troch.), X.HG7.2.4; poet.

    ἔφθερσα Lyc.1402

    ; Arc. [ per.] 3sg. opt. (?)

    φθέραι IG5(2).6.8

    (Tegea, iv B. C.): [tense] pf.

    ἔφθαρκα Din.1.64

    , ([etym.] δι-) E.Med. 226; Arc. part.

    ἐφθορκώς IG5(2).6.10

    (Tegea, iv B. C.): —[voice] Med., [tense] fut. φθεροῦμαι (in pass. sense) S.OT 272, E.Andr. 708, Th.7.48; [dialect] Ion. φθερέομαι ([etym.] δια-) Hdt.8.108 (v.l. δια-φθαρέεται), 9.42 (vv. ll. δια-φθαρέονται, δια-φθορεῦνται); later

    φθαροῦμαι Archig.

    ap. Orib.8.23.5:— [voice] Pass., [tense] fut.

    φθᾰρήσομαι Hp.VM13

    , Arist.Metaph. 1066b30, Epicur.Ep. 1p.7U., ([etym.] δια-) E.Hec. 802, etc., [dialect] Dor.

    - ησοῦμαι Ti.Locr.94d

    : [tense] aor. ἐφθάρην [ᾰ] S.OT 1502, Th.7.13, Pl.Lg. 708c; poet. [ per.] 3pl.

    ἔφθαρεν Pi.P. 3.36

    : also part.

    κατα-φθερείς Epich.35.13

    : [tense] pf.

    ἔφθαρμαι S.El. 765

    , [ per.] 3pl.

    ἐφθάραται Th.3.13

    ; inf.

    ἐφθάρθαι Arist.Metaph. 1021b27

    , ([etym.] δι-) Is.9.37, [dialect] Aeol.

    ἔφθορθαι Eust.790.8

    : [tense] plpf. [ per.] 3pl.

    ἐφθάρατο App.BC3.15

    , ([etym.] δι-) Hdt.8.90. The compd. διαφθείρω is much more freq. than the simple Verb:— destroy things,

    μῆλα κακοὶ φθείρουσι νομῆες Od. 17.246

    ; φ. τῶν Συρίων τοὺς κλήρους waste them, Hdt.1.76, cf. X.HG 7.2.11, An.4.7.20;

    τοὺς θεῶν νόμους S.Aj. 1344

    ; τὰς ναῦς v. l. in Th. 2.91;

    τὴν πόλιν καὶ νόμους Pl.Lg. 958c

    , cf. X.Mem.1.5.3;

    εὐδαιμονίαν Din.

    l. c.;

    ἔμβρυα Dsc.2.163

    ;

    τὸ συλληφθέν Sor.1.60

    (also abs., miscarry, ib.59); τὸν κοινὸν οἶκον Mitteis Chr.284.11 (ii B. C.): —[voice] Pass., to be destroyed, S.Aj.25, etc.;

    ἐκ τῶν αὐτῶν καὶ διὰ τῶν αὐτῶν καὶ γίνεται πᾶσα ἀρετὴ καὶ φθείρεται Arist.EN 1103b8

    ;

    εἰς τὸ μὴ ὂν φ.

    pass away, cease to be,

    Epicur.Ep.1p.5U.

    ;

    δυὰς προσθέσει μονάδος εἰς τριάδα φθείρεται μηκέτι μένουσα δυάς Ph.2.509

    ; of animals, perish, PStrassb.24.15 (ii A. D.).
    2 of persons, μαψαῦραι... ναύτας φ. destroy them, Hes.Th. 876 (but perh. only [voice] Act. of signf. 11.4);

    στρατόν A. Pers. 244

    (troch.), Ag. 652:—[voice] Pass., Id.Pers. 272, 283(lyr.);

    γειτόνων πολλοὶ ἁμᾷ.. ἔφθαρεν Pi.P.3.36

    ;

    νόσῳ ἐφθάραται Ἀθηναῖοι Th.3.13

    , cf. 7.48;

    πρόρριζον ἔφθαρται γένος S.El. 765

    ; ἔφθαρμαι I am undone! Men. Her.13;

    μὴφθαρῶσιν PMich.Zen.80.4

    (iii B. C.).
    3 corrupt, bribe, τινα D.S.4.73; lure, entice, trap,

    κημοῖσι πλεκτοῖς πορφύρας φθείρει γένος S.Fr. 504

    (s. v. l.);

    φθείρει γὰρ ἡ πρόνοια τὴν ἀβουλίαν

    entices to its ruin, entraps,

    Trag.Adesp.484

    (s. v.l.); pervert,

    φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί E.Fr. 1024

    :—[voice] Pass., v. infr. 11.3.
    b seduce a woman,

    ὑπὸ τῆς θυγατρὸς ἀδικούμενον καὶ Διονυσίου τοῦ φθείραντος αὐτὴν κιναίδου PEnteux.26.11

    (iii B. C.):—[voice] Pass., E.Fr. 485, D.Chr.11.153 (but not [dialect] Att. acc. to Phryn.53, Moer.p.103 P.), Artem.5.17.
    4 ruin, spoil, ποσὶν φθείροντα πλοῦτον ἀργυρωνήτους θ' ὑφάς, of one who treads on rich carpets, A.Ag. 949; βαφὰς φθείρουσα τοῦ ποικίλματος, of blood, Id.Ch. 1013; of a poison,

    ὧνπερ ἂν θίγῃ, φθείρει τὰ πάντα S.Tr. 716

    ;

    φαρμάκων φθείρειν πεφυκότων τὰ σώματα Gal.15.541

    ; δούλην (wet-nurse)

    μὴ φθείρουσαν τὸ γάλα BGU1058.29

    (i B. C.), cf. Sor.1.88; τοῦ σώματος (sc. τῶν νοσούντων) φθείροντος τὸ θρέψαι δυνάμενον ib.90, cf. 63, al.
    5

    τὰ μιγνύμενα τῶν χρωμάτων οἱ βαφεῖς φθείρεσθαι καὶ φθοράν τὴν μῖξιν ὀνομάζουσιν Plu.2.393c

    (where

    μιαίνω 1

    is compared).
    II [voice] Pass. (cf. supr. 1.1, 2),
    1 φθείρεσθε (as a curse) may you perish! ruin take you! Il.21.128, Sannyr. 10; φθείρου as an imprecation, go to the devil! be off! Ar.Ach. 460, Pl. 598, 610(anap.), E.Fr. 610;

    ἐκποδὼν ἡμῖν φθείρεσθε Herod.6.16

    :c. gen., φθείρεσθε τῆσδε off from her! unhand her, let her go, E.Andr. 715 (so in [tense] fut. indic., εἰ μὴ φθερῇ τῆσδ' ὡς τάχιστ' ἀπὸ στέγης if thou dost not depart... ib. 708).
    b with a Prep., φθείρεσθαι πρὸς τοὺς πλουσίους, of hangers-on and flatterers, D.21.139, cf. Plu.Phoc.21, Eum. 14, Ant.24;

    εἰς ἡδονὰς ἀπὸ.. πόνων Anon.

    ap. Stob.4.31.84;

    ἀκούω σε λυρῳδοῦ γυναικὸς ἐρᾶν καὶ εἰς ἐκείνης φθειρόμενον πᾶσαν τὴν ἐφήμερον ἄγραν κατατίθεσθαι Alciphr.1.18

    .
    2 Medic.,

    ἡ κοιλίη φθαρήσεται

    will be deranged, disordered,

    Hp.VM13

    .
    4 of seafarers, wander, drift (cf. supr. 1.2,

    πολύφθορος 11.2

    ,

    φθορά 8

    ),

    πόσον χρόνον πόντου 'πὶ νώτοις ἅλιον ἐφθείρου πλάνον; E.Hel. 774

    ; ναυτίλους ἐφθαρμένους sailors driven out of their course, Id.IT 276;

    ἱκέτας δέχεσθαι ποντίους ἐφθαρμένους Id.Cyc. 300

    ; of shipwrecked persons, νεῶν ( ἐκ νεῶν Elmsl.)

    φθαρέντες A.Pers. 451

    ; also of travellers or wanderers by land, οὐχ ἕνα νομίζων φθείρεται πόλεως νόμον (v.l. τόπον) E.El. 234;

    ὁ Μενέλαος χρόνον πολὺν ἐφθείρετο πανταχόσε τῆς Ἐλλάδος D.Chr.7.95

    ; οὐδὲν δεῖ φθείρεσθαι περιόντα ( = περιιόντα)

    τὴν ἀρχὴν ἅπασαν Aristid.Or.26(14).33

    ;

    ἄνω κάτω διαθέοντας τὴν Ἑλλάδα καὶ φθειρομένους Id.1.420

    J.;

    τῶν μετοίκων τῶν ἐξ Ἑρμιόνης οὐκ οἶδ' ὅπως εἰς Πειραιᾶ φθαρέντων Alciphr. 1.13

    ; μὴ περιΐδῃς ἀγαθοὺς γείτονας εἰς στενὸν τοῦ καιροῦ φθειρομένους ib.24; [

    Ἀλέξανδρον] ὑπὲρ τὸν Ἰνδὸν κτλ. φθειρόμενον Arr.An.7.4.2

    ; φθαρῆναι εἰς βάρβαρα ἔθνη ( ἐν βαρβάροις ἔθνεσι or ἔθεσι codd.) Phalar. Ep.49; φθαρέντων ἐς ἀλλήλους falling foul of one another, App. Praef.10 (s. v. l.).
    5 of women, χέρσους φθαρῆναι pine away in barrenness, S.OT 1502, cf. El. 1181 (unless wander, cf. supr. 11.4). (Cf. Skt. ksárati 'flow', later 'wane, perish', Avest. γζ?φθείρωXαρ- and ζ?φθείρωXγαρ- 'flow'.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθείρω

  • 4 φθείρω

    φθείρω fut. φθερῶ; 1 aor. ἔφθειρα. Pass.: 2 fut. φθαρήσομαι; 2 aor. ἐφθάρην; pf. ἔφθαρμαι, ptc. ἐφθαρμένος (Hom.+; ins, pap, LXX, TestJob 33:4; Test12Patr; ParJer 7:26; Philo, Ar., Just., Tat.) gener. ‘destroy, ruin’
    to cause harm to in a physical manner or in outward circumstances, destroy, ruin, corrupt, spoil
    ruin financially τινά someone, so perh. 2 Cor 7:2 (s. 2a below).
    The expr. εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ φθείρει 1 Cor 3:17 seems to be derived fr. the idea of the destruction of a house (X., Mem. 1, 5, 3 τὸν οἶκον τὸν ἐαυτοῦ φθείρειν. Oft in marriage contracts: Mitt-Wilck. I/2, 284, 11 [II B.C.]; PTebt 104, 29 [92 B.C.] et al.).
    seduce a virgin (Eur. et al.; Demetr.: 722 Fgm. 1, 9 Jac.; Diod S 1, 23, 4; Jos., Ant. 4, 252; Just., A I, 9, 4) οὐθὲ Εὔα φθείρεται, ἀλλὰ παρθένος πιστεύεται nor is Eve corrupted; instead, a virgin is trusted Dg 12:8 (πιστεύω 1f).
    pass. be ruined, be doomed to destruction by earthly transitoriness or otherw. (Epict. 2, 5, 12 τὸ γενόμενον καὶ φθαρῆναι δεῖ; TestJob 33:4 ἡ δόξα αὐτοῦ [τοῦ κόσμου] φθαρήσεται; Just., A II, 11, 5 κάλλει τῷ ῥέοντι καὶ φθειρομένῳ) of cultic images Dg 2:4. Of a man bowed down by old age αὐτοῦ τὸ πνεῦμα τὸ ἤδη ἐφθαρμένον ἀπὸ τῶν προτέρων αὐτοῦ πράξεων his spirit, which had already degenerated from its former condition (s. πρᾶξις 6) Hv 3, 12, 2 (cp. Ocellus [II B.C.] c. 23 Harder [1926] φθείρονται ἐξ ἀλλήλων).
    to cause deterioration of the inner life, ruin, corrupt
    ruin or corrupt τινά someone, by erroneous teaching or immorality, so perh. 2 Cor 7:2 (s. 1a above). ἥτις ἔφθειρεν τὴν γῆν (=τοὺς ἀνθρώπους; see γῆ 2) ἐν τῇ πορνείᾳ αὐτῆς Rv 19:2. Pass. (UPZ 20, 17 [163 B.C.]; TestJud 19:4 ἐν ἁμαρτίαις φθαρείς) τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον τὸν φθειρόμενον κατὰ τὰς ἐπιθυμίας Eph 4:22. Cp. Hs 8, 9, 3 v.l.
    ruin or corrupt τὶ someth. by misleading tactics πίστιν θεοῦ ἐν κακῇ διδασκαλίᾳ IEph 16:2. The ἐκκλησία (opp. τηρεῖν) 2 Cl 14:3ab. On φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί 1 Cor 15:33 cp. ἦθος. Pass. be led astray (Jos., Bell. 4, 510) μήπως φθαρῇ τὰ νοήματα ὑμῶν ἀπὸ τῆς ἀπλότητος (νόημα 2) 2 Cor 11:3 (φθ. of the seduction of a virgin, s. 1c above).
    to inflict punishment, destroy in the sense ‘punish w. eternal destruction’ 1 Cor 3:17b (=‘punish by destroying’ as Jer 13:9). Pass. 2 Pt 2:12; Jd 10. ἔφθαρται (w. ἀπώλετο) IPol 5:2.
    break rules of a contest, violate rules, ἀγῶνα φθείρειν t.t. (SIG 1076, 3) 2 Cl 7:4; cp. vs. 5 (here in imagery).—B. 758. DELG. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > φθείρω

  • 5 φθείρω

    φθείρω, fut. φϑερῶ, ep. auch φϑέρσω, Il. 13, 625; perf. ἔφϑαρκα u. ἔφϑορα, perf. pass. ἔφϑαρμαι; aor. pass. ἐφϑάρην, ἔφϑαρεν = ἐφϑάρησαν, Pind. P. 3, 36; φϑερεῖσϑαι ist fut. pass. Thuc. 7, 48; vgl. Soph. O. R. 267; – verderben, verschlimmern, verschlechtern, in einen schlechtern Zustand gerathen lassen, verderben lassen, zu Grunde richten; μῆλα κακοὶ φϑείρουσι νομῆες Od. 17, 246; vgl. Hes. Th. 876; pass. in schlechten Zustand gerathen, zu Grunde gehen, unglücklich werden; φϑείρεσϑε, gehe es euch schlimm, Il. 21, 128; Sannyr. b. Ath. VI, 261 f; bei den Att. bes. war φϑείρου, Ar. Plut. 598. 610, eine sehr gew. Verwünschungsformel, wie hol dich der Henker! geh zum Henker! Ar. Ach. 442; dah. = fortgehen, εἰ μὴ φϑερεῖ τῆςδ' ὡς τάχιστ' ἀπὸ στέγης Eur. Andr. 709, vgl. 716; φϑείρεσϑαι εἴς τι u. πρός τι, zu seinem Verderben, Unglück in Etwas gerathen; so auch πρὸς τοὺς πλουσίους, zu seinem Unglück unter die Reichen gerathen, Dem. 21, 139; von Sachen = beschädigen, verletzen, zerstören, verwüsten, von Menschen = umbringen, tödten; ὥςτε Δαρείου πολύν τε καὶ καλὸν φϑεῖραι στρατόν Aesch. Pers. 240, wie Ag. 638; πολλὰς φϑείρουσα βαφὰς τοῠ ποικίλματος, unter einander wirren, mischen, Ch. 1008; pass., στρατοῦ φϑαρέντος Pers. 275, πλήϑουσι νεκρῶν δυςπότμως ὲφϑαρμένων Σαλαμῖνος ἀκταί 264; φϑείρει τὰ πάντα κνώδαλα Soph. Tr. 713; τῶν ϑεῶν νόμους φϑείροις ἄν Ai. 1323; ἐφϑαρμένας γὰρ εὕρομεν λείας ὰπάσας, u. sonst; Eur. Hel. 1345 u. oft; οἶκον Xen. Mem. 1, 5,3; αἴϑειν καὶ φϑείρειν τὴν χώραν An. 4, 7,20. – Von einem Mädchen = schänden, verführen; auch von Knaben, zur Unzucht verführen, Sp. – Das perf. ἔφϑορα hat auch pass. Bdtg, bes. b. Sp.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > φθείρω

  • 6 φθειρω

         φθείρω
        (fut. φθερῶ, aor. 1 ἔφθειρα; pass.: fut. φθᾰρήσομαι - дор. φθᾰρησοῦμαι, aor. ἐφθάρην с ᾰ - 3 л. pl. у Pind. ἔφθαρεν, pf. ἔφθαρμαι; fut. med. в знач. pass. φθεροῦμαι)
        1) уничтожать, истреблять, губить
        

    (μῆλα κακοὴ φθείρουσι νομῆες Hom.; τὸν στρατόν Aesch.; τὸν οἶκον Xen.)

        ἔφθειραν τὰς ναῦς Thuc. — они уничтожили (неприятельские) корабли;
        φ. τέν πόλιν καὴ νόμους Plat. — разрушать государство и (его) законы;
        νόσῳ ἐφθάραται καὴ χρημάτων δαπάνῃ Thuc. (афиняне) сильно ослаблены эпидемией и (военными) расходами

        2) pass. погибать, гибнуть
        

    νεκροὴ ἐφθαρμένοι Aesch. — трупы погибших;

        τὸ φθαρτὸν ἔφθαρται Plut. — погибло то, что подвержено гибели;
        παρθένος φθαρεῖσα Eur. — падшая девушка;
        πόντιοι ἐφθαρμένοι Eur.потерпевшие кораблекрушение

        3) разорять, опустошать
        

    (τοὺς κλήρους τινός Her.; τέν χώραν Xen.)

        4) pass. уходить себе на погибель, бран. убираться прочь
        

    φθείρεσθαι πρός τινα Dem.присоединяться к кому-л. себе же на горе;

        δεῦρο φθαρέντες Plut. — прийдя сюда на верную гибель;
        φθείρεσθε! Hom. — пропадите вы пропадом!;
        φθείρου λαβὼν τόδε! Arph. — возьми это и проваливай!;
        εἰ μέ φθερεῖ τῆσδ΄ ἀπὸ στέγης Eur.если ты не уберешься прочь из этого дома

        5) портить, уродовать
        

    (ὑφὰς ποσίν Aesch.)

        σῶμ΄ ἐφθαρμένον Soph. — обезображенное тело;
        τὰ μιγνύμενα τῶν χρωμάτων φθείρεσθαι ὀνομάζουσιν Plut. — смешение цветов называют порчей;
        τὸ γλυκὺ εἰς τὸ αὐστηρὸν φθεῖρον Plut. — сладость, превращающаяся в кислоту

        6) подкупать
        

    (τινά Diod.)

        τοὺς ἐφθαρμένους ἀπέκτεινε Plut. (Арат) казнил уличенных в мздоимстве

    Древнегреческо-русский словарь > φθειρω

  • 7 ἀποφθείρω

    ἀπο-φθείρω, vernichten, zerstören; eine Fehlgeburt tun; aufgerieben werden; zu Grunde gehen; zu seinem Unglück weggehen; übh. weggehen

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἀποφθείρω

  • 8 αποφθειρω

        1) разрушать, уничтожать, губить
        

    (τινά Aesch.)

        ἀσιτίαις δέμας ἀ. Eur.уморить (себя) голодом

        2) pass. гибнуть, погибать
        

    (ἀσθενείᾳ Thuc.)

        οὐ γῆς τῆσδε ἀποφθαρήσεται ; Eur. — почему он не уберется прочь из этой страны себе на погибель?;
        οὐκ εἰς κόρακας ἀποφθερεῖ ; Arph.да провались ты совсем! (досл. неужели не уберешься?)

    Древнегреческо-русский словарь > αποφθειρω

  • 9 ἐξαποφθείρω

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἐξαποφθείρω

  • 10 сбить

    собью, собьшь, προστκ. сбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбитый, βρ: -сбит, -а, -о.
    1. καταρρίπτω χτυπώντας•

    сбить яблоки с ветки ρίχνω κάτω τα μήλα από το κλαδί•

    сбить человека с ног ρίχνω κάμω τον άνθρωπο (στεκόμενοη βαδίζοντα)•

    сбить самолт καταρρίπτω αεροπλάνο.

    || αποσπώ• σπάζω•

    сбить замок с двери σπάζω την κλείδων ιά της πόρτας.

    || απωθώ, εκδιώκω, βγάζω•

    сбить полк с позиции βγάζω το σύνταγμα από τις θέσεις (που κατέχει),

    2. φθείρω, χαλνώ με το χτύπημα, το βάδισμα•

    сбить каблук χαλνώ το τακούνι•

    сбить подковы φθείρω τα πέταλα.

    || γρατσουνιζω, εκδέρω.
    3. κινώ, κουνώ, μετακινώ με χτύπημα ή σπρώξιμο. || χαλνώ, ανατρέπω•

    сбить прицель χαλνώ τη σκόπευση•

    сбить планы χαλνώ τα σχέδια.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτρέπω• παρεκκλίνω•

    сбить с дороги εκτρέπω της οδού.

    5. (για σκέψη, συνομιλία)• στρέφω, γυρίζω αλλού.
    6. μπερδεύω, συγχύζω• περιπλέκω•

    сбить на допросе μπερδεύω κατά την ανάκριση•

    на экзамене μπερδεύω στην εξέταση.

    7. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• χαμηλώνω, κατεβάζω•

    сбить температуру жаропонижающими средствами κατεβάζω τον πυρετό με αντ ιπυρετικά φάρμακα.

    || χτυπώ., προκαλώ πτώση•

    сбить цену χτυπώ την τιμή.

    8. συνενώνω, συνδέω, καρφώνω, κάνω, σκαρώνω•

    сбить полы φτιάχνω πατώματα•

    сбить ящик из досок φτιάχνω κιβώτιο από σανίδια.

    9. μαζεύω, συγκεντρώνω•

    сбить всех в кучу συγκεντρώνω όλους σωρό.

    || δημιουργώ• οργανώνω, ιδρύω. || (απλ.) αποταμιεύω, μαζεύω, οικονομώ.
    10. χτυπώ, δέρνω•

    сбить желтки χτυπώ τους κρόκους.

    || (για μαλλιά)• ανακατώνω.
    11. εξάγω, βγάζω•

    сбить масло βγάζω βούτυρο (χτυπώντας το γάλα).

    || ετοιμάζω, φτιάχνω•

    сбить шерсть ξένω το μαλλί•

    сбить печь φτιάχνω φούρνο.

    εκφρ.
    сбить спесь (гонор, форсκ.τ.τ.) с кого κόβω τη φόρα (τον αέρα) κάποιου (ταπεινώνω)•
    сбить с пути – βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο.
    1. μετακινούμαι, ξεφεύγω (από τη θέση)•

    бинт -лся ο επίδεσμος ξέφυγε•

    галстук -лся η γραβάτα ξέφυγε (στράβωσε)•

    шляпа -лась на бок η ρεμπούμπλικα έκλινε πλάγια•

    пристрелка орудия -лась η σκόπευση του πυροβόλου ξέφυγε.

    || αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (χάθηκε).

    2. χτυπιέμαι, βλάπτομαι• αχρηστεύομαι. || φθείρομαι• στραβοπατιέμαι.
    3. ξεστρατίζομαι, ξεφεύγω από το δρόμο, παραστρατώ• περιπλανιέμαι•

    сбить с дороги ξεστρατίζομαι,.

    ξεφεύγω, παρεκκλίνω (από το θέμα κ.τ.τ.).
    4. περνώ, γίνομαι, καθίσταμαι• μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι.
    5. μπερδεύομαι, συγχύζομαι, τα χάνω•

    он -лся на экзаменах αυτός τά χασέ στις εξετάσεις.

    6. στριμώχνομαι, συνωστίζομαι, συνωθούμαι. || ιδρύομαι, δημιουργούμαι, σχηματίζομαι• οργανώνομαι. || (για μέσα, χρήματα) μαζεύομαι• αποταμιεύομαι.
    7. (για ρευστά) πηχτώνω από το χτύπημα. || (για μαλλιά) ανακατεύομαι.
    εκφρ.
    сбить с ног – μου κόβονται τα πόδια (από την κούραση)•
    сбить с ноги – χάνω το βήμα (κατά το βηματισμό)•
    сбить с пути – ξεφεύγω από τον κανονικό δρόμο, παίρνω άσχημο δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > сбить

  • 11 ἀφθαρσία

    ἀφθαρσία, ας, ἡ (ἄφθαρτος, α- priv. + φθείρω) the state of not being subject to decay/dissolution/interruption, incorruptibility, immortality (‘higher Koine’ [Nägeli 41, 1; 31]: Epicurus 60, 3 [PLinde, Epicuri Vocab. 1906, 43]; Chrysipp.; Strabo; Plut., Aristid. 322 [6, 3], Mor. 881b al.; Herm. Wr. 12, 14; Wsd 2:23; 6:19; 4 Macc 9:22; 17:12; Philo, Aet. M. 27 ἀ. τ. κόσμου; OdeSol 11:12; JosAs 8:5; 15:4; Just., Tat.; Mel., P. 49, 351; Ath., R. 63, 14 al.) 1 Cor 15:42, 50, 53f; IPol 2:3. As a quality of the future life (w. ζωή) 2 Ti 1:10; 2 Cl 14:5; (w. δόξα, τιμή) ἀ. ζντεῖν Ro 2:7; ἀ. προσδέχεσθαι Dg 6:8 (cp. ἐνδύεσθαι τὴν ἀ. Theoph. Ant. 1, 7 [p. 74, 1] al.; κληρονομεῖν τὴν ἀ. 2, 27 [p. 166, 4]); πνεῖν ἀφθαρσίαν IEph 17:1; μεταλαμβάνειν ἀ. 2 Cl 14:5; ἀρχηγὸς τῆς ἀ. (of Christ) 20:5; ἀγὼν τῆς ἀ. 7:5; ἀπάρτισμα ἀ. the imperishable completed work (of the gosp.) IPhld 9:2; διδαχὴ ἀ. teaching that assures immort. IMg 6:2; ὁ τῆς ἀ. στέφανος the crown that is immortality MPol 17:1; 19:2; ἐν ἀ. πνεύματος ἁγίου 14:2.—ἀγαπᾶν … ἐν ἀφθαρσίᾳ have an undying love Eph 6:24 (NRSV), but some prefer as ref. either to those who love the Lord, and as such are now partakers of the future life, or to the Lord himself, who reigns in immortal glory. The presence of ἀ. in Tit 2:7 v.l. is prob. due to a misunderstanding of the rare word ἀφθορία. [τὸ] δ̣ὲ γε[ι]νό|μεν[ον ἀπὸ] ἀφ[θ]αρ|σίας [οὐκ ἀπο]γείν[εται]| ἀλλ[ὰ μ]έν[ει] ἄφ[θαρ]|τον ὡς ἀπὸ ἀ[φ]θ[αρσί|α]ς γ̣εγονός what is born of incorruption remains incorruptible inasmuch as it is born of incorruption Ox 1081, 14–19, s. 15f and 18f (=SJCh 89, 10–17 Coptic).—DELG s.v. φθείρω. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀφθαρσία

  • 12 протоптать

    ρ.σ.μ.
    1. ανοίγω δρόμο περνώ—• ντας, πατώντας.
    2. φθείρω, τρίβω βαδίζοντας•, протоптать ковр φθείρω το χαλί με το βάδισμα. || καταστρέφω, χαλνώ με το βάδισμα•

    протоптать туфли χαλνώ τα παπούτσια από το πολύ βάδισμα.

    1. (για δρομάκι κ.τ.τ.)• ανοίγομαι, γίνομαι, σχηματίζομαι βαδίζοντας, πατώντας.
    2. φθείρομαι, τρίβομαι, χαλνώ από το πολύ βάδισμα.
    3. βλ. топтаться (για ένα χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > протоптать

  • 13 свернуть

    -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. περιτυλίγω•

    свернуть ковр περιτυλίγω το χαλί, συστέλλω, μαζεύω.

    2. στρίβω, συστρέφω•

    свернуть папиросу στρίβω τσιγάρο.

    3. συμπτύσσω, περιστέλλω, συμμαζεύω• μειώνω, ελαττώνω την έκταση ή το μέγεθος•

    свернуть фронт συμπτύσσω την έκταση του μετώπου.

    || καταργώ προσωρινά.
    4. (στρατ.) κλιμακώνω κατά βάθος.
    5. στρίβω, στρέφω, κόβω•

    свернуть налево κόβω αριστερά.

    6. μτφ. αλλάζω•

    свернуть разговор γυρίζω αλλού την κουβέντα.

    7. στρέφω•

    свернуть голову направо στρέφω το κεφάλι δεξιά.

    || εξαρθρώνω, διαστρέφω, στραμπουλίζω•

    свернуть ногу στραμπουλίζω το πόδι.

    8. μετακινώ, σπρώχνω χτυπώντας. || στραβώνω χτυπώντας•

    свернуть ему -ли челюсть в драке του στράβωσαν το σιαγόνι στον καυγά.

    9. (απλ.) με πιάνει καλλάζουσα ασθένεια. || ξεστρίβω, βγάζω. || χαλνώ, φθείρω, καταστρέφω•

    свернуть резьбу гайки χαλνώ την ελικοειδή εγκοπή του περικοχλίου•

    свернуть ключ χαλνώ το κλειδί από το συχνό στρίψιμο.

    εκφρ.
    свернуть голову ή шею – (για πτηνά, ζώα)• θανατώνω με στρίψιμο του κεφαλιού ή του λαιμού.
    1. περιτυλίγομαι. || κουβαριάζομαι, κουλουριάζομαι•

    собака -лась калачиком το σκυλί κουλουριάστηκε.

    2. συμπυκνώνομαι, πήζω• κόβω•

    кровь -лась το αίμα έπηξε•

    молоко -лось το γάλα έκοψε.

    3. μτφ. συμπτύσσομαι, συμμαζεύομαι• σμικρύνομαι.
    4. (στρατ.) κλιμακώνομαι κατά βάθος.
    5. καταργούμαι προσωρινά.
    6. περιστρέφομαι, γυρίζω-αλλάζω (για ομιλία κ.τ.τ.).
    7. στραβώνω από το χτύπημα.
    8. (απλ.) πέφτω χάμω, σωριάζομαι•

    пьяный -лся ο μεθυσμένος σωριάστηκε καταγής.

    9. πεθαίνω (από αρρώστεια).
    10. φθείρομαι (από το συχνό στρίψιμο και ξεστρίψιμο).

    Большой русско-греческий словарь > свернуть

  • 14 драть

    деру, дершь, παρλθ. χρ. драл, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. σχίζω, ξεσχίζω•

    драть бумагу ξεσχίζω το χαρτί.

    || τρυπώ, φθείρω από τη χρήση.
    2. ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω, γδέρνω, εκδέρω•

    драть лыко с дерева βγάζω τη φλούδα από το δέντρο.

    || εκριζώνω, ξεριζώνω, αποσπώ•

    драть зубы βγάζω τα δόντια.

    3. κατασπαράζω, θανατώνω.
    4. μαστιγώνω, βουρδουλίζω, βιτσίζω•

    драть розгами χτυπώ με τη βέργα.

    || τραβώ•.- уши τραβώ τ' αυτιά•

    драть волосы τραβώ τα μαλλιά•

    драть за вихор τραβώ από τον τσαμπά.

    5. Μτφ. παίρνω ακριβά, γδέρνω, ξυρίζω.
    6. ξύνω, παραξύνω,παρατρίβω, ξεφλουδίζω.
    7. τραβώ, προκαλώ πόνο•

    бритва -т το ξυράφι τραβάει.

    8. ερεθίζω, καίω•

    горчичник -т спину ο συναπισμός καίει τη ράχη•

    перец -т горло το πιπέρι καίει στο λαιμό.

    || μτφ. κάνω άσχημη εντύπωση, χτυπώ άσχημα•

    эта музыка -т уши αυτή η 'μουσική μου τρυπά τ' αυτιά.

    9. (απλ.) φεύγω, το σκάζω, το βάζω στα πόδια•

    драть со всех сил φεύγω ολοταχώς.

    εκφρ.
    драть горло ή глотку – (απλ.) ξελαρυγγίζομαι (φωνάζοντας, τραγουδώντας κλπ.). драть зерно χοντραλέθω•
    драть нос – είμαι ψηλομύτης, ψηλοπερήφανος• κρατώ πόζα.
    1. μαλώνω, τσακώνομαι, καιβγαδίζω, διαπληκτίζομαι., αλληλοδέρνομαι. || χτυπώ, καταφέρω χτυπήματα.
    2. μάχομαι, πολεμώ•

    драть до последнего патрона μάχομαι ως το τελευταίο φυσίγγι.

    || αγωνίζομαι• 'παλεύω•

    драть за перевыполнение плана αγωνίζομαι για την υπερεκπλήρωαη του πλάνου.

    || χτυπιέμαι, μάχομαι, αγωνίζομαι•

    драть на шпагах ξιφομαχώ.

    Большой русско-греческий словарь > драть

  • 15 отделать

    ρ.σ.μ.
    1. επεξεργάζομαι, δουλεύω, τελειοποιώ, επιμελούμαι των λεπτομερειών έργου χτενίζω. || προσδίδω μορφή, φτιάχνω κατ απομίμηση, εν είδη, σαν•

    отделать стены под дуб φτιάχνω τους τοίχους σαν από δρυόξυλο.

    || ανανεώνω επισκευάζω εκ νέου, ξεκαινουργώνω.
    2. διακοσμώ, στολίζω, ευτρεπίζω γαρνίρω.
    3. (απλ.) λερώνω• φθείρω, χαλνώ•

    отделать рубашку λερώνω το πουκάμισο.

    || μαλώνω άσχημα, στολίζω. || χτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ.
    1. απαλλάσσομαι από κάτι, από κάποιον ξεφορτώνομαι.
    2. ξεφεύγω, εκφεύγω, αποφεύγω•

    отделать обещаниями ξεφεύγω με υποσχέσεις.

    3. γλυτώνω, λυτρώνομαι•

    дшево отделать τη γλυτώνω φτηνά•

    счастливо -στέκομαι τυχερός, ευτυχώς που τη γλυτώνω.

    Большой русско-греческий словарь > отделать

  • 16 стереть

    сотру, сотршь, παρλθ. χρ. стр, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стртый, βρ: стрт, -а, -о,
    επιρ. μτχ. стерев κ. стрши; ρ.σ.μ.
    1. σκουπίζω, σφουγγίζω• καθαρίζω•

    пыль с мебели παίρνω τη σκόνη από το έπιπλο•

    стереть пудру с лица σκουπίζω το πρόσωπο από την πούδρα.

    || σβήνω, εξαλείφω•

    стереть рисунок резиной σβήνω το ιχνογράφημα με τη γομολάστιχα.

    || μτφ. εξαφανίζω.
    2. ξύνω• φθείρω, χαλνώ με την τριβή.
    3. τρίβω.
    εκφρ.
    стереть с лица земли – εξαφανίζω από το πρόσωπο της γης.
    σκουπίζομαι, σφουγγίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > стереть

  • 17 есть

    ем, ешь, ест, едим, едите, едят, χρ. παρλθ. ел, ела, ело, προστκ. ешь,
    επιρ. μτχ. δεν έχει•
    ρ.δ.
    1. τρώγω•

    мне хочется есть θέλω νά φάω•

    есть суп τρώγω σούπα•

    есть скоромное τρώγω μη νηστήσιμο φαγητό•

    я целый день ничего ни ел όλη τη μέρα δεν έφαγα τίποτε•

    он не ест мяса αυτός δεν τρώγει το κρέας.

    || τρωγαλίζω, ροκανίζω.
    2. διαβιβρώσκω, φθείρω,καταστρέφω•

    ржавчина ест железо η σκουριά τρώγει το σίδερο.

    || ερεθίζω•

    дым ест глаза από τον καπνό τσούζουν τα μάτια μου.

    3. μτφ. βασανίζω•

    его ела грусть τον έτρωγε η θλίψη.

    4. μτφ. (απλ.) γκρινιάζω, τρώγω με τη γκρίνια•

    жена ела его с утра до вечера η γυναίκα του τον έτρωγε με τη γκρίνια από το πρωί ως το βράδυ.

    εκφρ.
    есть чужой хлеб – είμαι παράσιτος, χαραμοφαγης•
    есть глазами – τρώγω με τα ματιά, επίμονα κοιτάζω•
    есть просит – (αστ.) είναι τρύπιος (σαν το ανοιχτό στόμα), χρειάζεται διόρθωμα (για ενδύματα, υποδήματα κλπ.) — не хочу χορταίνω βλέποντας (για αφθονία φαγώσιμων).
    1. γ/ ενκ. πρόσ. ενεστ. του ρ. быть.
    2. με σημ. των άλλων προσώπων του ενεστ. του ρ. быть: какавы мы есть красавцы τι όμορφονιοί που είμαστε εμείς•

    кто ты -? ποιος είσαι εσύ;•

    надо знать, как вещи есть πρέπει να μάθω πώς έχουν τα πράγματα•

    я есть (σπάνια) εγώ είμαι.

    3. υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υφίστανται•

    есть такая партия υπάρχει τέτοιο κόμμα.

    εκφρ.
    есть такое дело – καλά, σύμφωνος, έτσι και θα γίνει•
    так и есть – ναι, πραγματικά.
    επιφ. (στρατ.) στις διαταγές σας, όπως διατάξτε• διατάξτε.

    Большой русско-греческий словарь > есть

  • 18 перевинтить

    -нчу, -нтишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перевинченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ. ξαναβιδώνω ή βιδώνω σε άλλο μέρος. || χαλνώ, φθείρω από το πολύ βίδωμα.
    χαλνώ, φθείρομαι, από το πολύ βίδωμα.

    Большой русско-греческий словарь > перевинтить

  • 19 подрать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подранный, βρ: -ран, -а, -о.
    1. ξεσχίζω•

    подрать всю бумагу ξεσχίζω όλα τα χαρτιά.

    2. φθείρω,καταστρέφω, χαλνώ•

    подрать за лето всю обувь χαλνώ για ένα καλοκαίρι όλα τα παπούτσια.

    3. τραβώ τιμωρώ•

    подрать за вихор τραβώ από την τούφα μαλλιών•

    подрать за уши τραβώ από τα αυτιά•

    подрать розгами βιτσίζω.

    4. το σκάζω, φεύγω τρεχάλα.
    5. μτφ. κατασπαράζω (για ζώα).
    βλ. драть(ся).

    Большой русско-греческий словарь > подрать

  • 20 пролежать

    -жу, -жишь ρ.σ.
    1. ξαπλώνω, πλαγιάζω•

    пролежать до обеда в постели ξαπλώνω ως το μεσημέρι στο κρεβάτι.

    2. παραπετιέμαι• μένω παρατημένος, αχρησιμοποίητος. || κουράζομαι από το πολύ ξάπλα. || τρίβω, φθείρω από την πολλή ξάπλα.

    Большой русско-греческий словарь > пролежать

См. также в других словарях:

  • φθείρω — ΝΜΑ, και φθαίρω ΜΑ, και αιολ. τ. φθέρρω, και αρκαδ. τ. φθήρω, Α καταστρέφω 2. κάνω κάτι να χαλάσει με τη συνεχή ή κακή χρήση (α. «αν φοράς συνεχώς το ίδιο παντελόνι, θα τό φθείρεις στο τέλος» β. «ποσὶν φθείροντα πλοῡτον ἀργυρωνή τους θ ὑφάς»,… …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • φθειρ — ειρός, η, ΝΜΑ, και φθείρα Ν (λόγιος τ.) 1. η ψείρα 2. ναυτ. (παλαιότερα) το πλατύ τμήμα τού πηδαλίου νεοελλ. φρ. «φθειρ τού εφηβαίου» ο φθείριος μσν. αρχ. ο κώνος είδος πεύκου αρχ. 1. φθειρίαση, ψείριασμα 2. θαλάσσιο ψάρι που προσκολλάται στο… …   Dictionary of Greek

  • φθορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φθορή Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φθείρω, βαθμιαία καταστροφή, βαθμιαίος αφανισμός 2. απώλεια, βλάβη, ζημιά (α. «ο στρατός μας προξένησε μεγάλη φθορά στους εχθρούς» β. «ἐκφορίου ἀρταβῶν Χ ἀνυπολόγου πάσης φθορᾱς»,… …   Dictionary of Greek

  • φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… …   Dictionary of Greek

  • φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …   Dictionary of Greek

  • φτύνω — πτύω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτύω και φτυώ και φτω Ν, και κατά τον Ησύχ. ψύττω Α 1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο, εκπτύω, αποπτύω (α. «φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι», Σολωμ. β. «καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (γενικά) βγάζω από το… …   Dictionary of Greek

  • δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»