-
1 επιστροφής
ἐπιστροφεύςturning on a pivot: masc nom plἐπιστροφεύςturning on a pivot: masc nom /voc plἐπιστροφήturning about: fem gen sg (attic epic ionic) -
2 ἐπιστροφῆς
ἐπιστροφεύςturning on a pivot: masc nom plἐπιστροφεύςturning on a pivot: masc nom /voc plἐπιστροφήturning about: fem gen sg (attic epic ionic) -
3 ἐπιστροφή
ἐπιστροφ-ή,ἡ,A turning about,τῆς τοῦ ἀτράκτου δίνης Pl.R. 620e
; twisting, Thphr.HP3.13.3; of strands, Ph.Bel.58.15;τῶν σχοινίων Plu.Alex.25
(pl.);ἡ εἴσω ἐ. τῶν δακτύλων Philostr.Im.1.23
.2. bending of a bow, Str.2.5.22.3. curve, winding of a bay, ib.33; of a river, Ptol.Alm.8.1.II. intr., turning or wheeling about, δαΐων ἀνδρῶν ἐπιστροφαί, i.e. hostile men turning to bay, S.OC 1045 (lyr.); tossing, of a restless patient, Hp.Epid.7.83 (pl.); μυρίων ἐπιστροφαὶ κακῶν renewed assaults of ills unnumbered, S.OC 537 (lyr.), cf. Arr. An.7.17.5; esp.in military evolutions, Plb.10.23.3, Plu.Phil.7; wheeling through a right angle, Ascl.Tact.10.4, etc. (but, as a general term, αἱ ἐ. τῶν ἵππων ib.7.2, cf. Arr.Tact.16.7); of ships, putting about, tacking, Th.2.90,91; ἐξ ἐπιστροφῆς by a sudden wheel, Plb.1.76.5, Plu.Tim.27; but ἐξ ἐπιστροφῆς παθεῖν to have a relapse, Hp. Coac. 251.2. turn of affairs, reaction, counter-revolution, μή τις ἐ.γένηται Th.3.71
; result, end, Plb.21.32.15 (dub.l.).3. attention paid to a person or thing (ἐπιστρέφω 11.3
), ξενοτίμους δωμάτων ἐ. respect for guests, A.Eu. 548; πρὸ τοῦ θανόντος τήνδ' ἔθεσθ' ἐ. S.OT 134; ὧν ἐ. τις ἦν to whom any regard was due, E.IT 671; so ἐπιστροφῆςἄξιον X.HG5.2.9
;παραμυθέεσθαι μετ' ἐπιστροφῆς καὶ ὑποδέξιος Hp. Decent.16
; ἐ. ποιεῖσθαι Philipp. ap. D.12.1, cf. 19.306, etc.; ἐ. ἔχειντινός Men.836
;περί τινος Chrysipp.Stoic.3.187
, etc.; ἐπιστροφῆςτυγχάνειν Plb.4.4.4
, etc.b. Philos., turning towards,πρὸς τὰ τῇδε Plot.4.3.4
; ψυχὴ καταδεῖται πρὸς τὸ σῶμα τῇ ἐ. τῇ πρὸς τὰ πάθη τὰ ἀπ'αὐτοῦ Porph.Sent.7
.4. moving up and down in a place, mostly in pl., πατρῴων δωμάτων ἐπιστροφαί the range of them, A.Th. 648; οἷσιν οὐκ ἐπιστροφαί men who have no business here, E.Hel. 440; βούνομοι ἐ. haunts of the grazing herds, A.Fr. 249; so Κίλιξ δὲ χώρα καὶ Σύρων ἐπιστροφαί (cj. for Σηρῶν ἐνστροφαί) ib. 271.5 intentness, vehemence,ἐπιστροφὴν εἶχεν ὁ λόγος καὶ ἔρρωτο Philostr.VS1.21.5
; θρασυτέρᾳ τῇ ἐ. χρήσασθαι ib.2.5.2.6 correction, reproof, Plu.2.55b.8 in Philos., return to the source of Being, Plot.1.2.4 ;ἡ ἐ. πρὸς αὑτόν Id.5.3.6
, cf. Procl. Inst.31 ; [ἡ ἐ.]τοῦ προελθόντος ἐπάνοδος εἰς τὸ γεννῆσαν Dam.Pr.75
; ἡ ἐ. τῆς ἐκστάσεώς ἐστιν ἐπανόρθωσις ib.61.9 in Logic, conversion of a proposition, ἡ σὺν ἀντιθέσει ἐ. the contraposition, Suppl.ad Procl. in Prm.p.1004S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστροφή
-
4 ἐπι-στροφή
ἐπι-στροφή, ἡ, 1) das Umkehren, Herumdrehen, Sp., wie Plut. Al. 25. – 2) gew. vom med., – a) das sich Herumdrehen, die Drehung, Wendung, τῆς τοῦ ἀτράκτου δίνης Plat. Rep. X, 620 e; δαΐων ἀνδρῶν ἐπιστροφαί, das Umwenden auf der Flucht zum neuen Angriff, Soph. O. C. 1049; u. so öfter von den Bewegungen u. Schwenkungen des Heeres, Thuc. 2, 90, Pol. 10, 21, 3; ἐξ ἐπιστροφῆς, 1, 76, 5 u. öfter; vgl. Plut. Tim. 27; Hippocr. οἱ ἐξ ἐπιστροφῆς παϑόντες, vom Rückfall der Krankheit; dah. μυρίων γ' ἐπιστροφαὶ κακῶν Soph. O. C. 542, der immer wiederkehrende Andrang des Unglücks; die Wendung der Dinge, Thuc. 3, 71; dah. auch Ausgang, Ende, τοιαύτην ἔσχε τὴν ἐπιστροφήν Pol. 22, 15, 15. – b) das sich wohin Kehren, die Einkehr, auch der Ort selbst, wo man einkehrt, πόλιν ἕξει πατρῴων δωμάτων τ' ἐπιστροφάς Aesch. Spt. 630; ξενοτίμους ἐπιστροφὰς δωμάτων Eum. 518, vgl. frg. 234; οἷσιν οὐκ ἐπιστροφαί, die sich hier nicht aufhalten dürfen, Eur. Hel. 440. Und übtr., Aufmerksamkeit, Beachtung, πρὸ τοῠ ϑανόντος τήνδ' ἔϑεσϑ' ἐπιστροφήν Soph. O. R. 134, für den Todten Sorge tragen; ἴσασι πάντες ὧν ἐπιστροφή τις ἦν Eur. I. T. 671; ἄξιον ἔδοξε ἐπιστροφῆς εἶναι, beachtenswerth, schien Ueberlegung zu verdienen, Xen. Hell. 5, 2, 9; οὐδεμίαν ἐποιεῖσϑε ἐπιστρ. Dem. 12, 1 (ep. Phil.); Folgde, wie Pol. 5, 93, 9; vgl. noch Dem. 19, 306 ἐὰν ἐπιστροφὴν ἡ πόλις ποιήσηται καὶ πρέσβεις πέμψῃ, δίκην ἐκεῖνοι δώσουσι; περί τινος, Hierocl. Stob. fl. 85, 21; ἐπιστροφὴν ἔχειν τινός Sext. Emp. adv. math. 1, 54; Plut.; – woran sich die Bdtg Ahndung, Strafe schließt, wie Pol. 4, 4, 4, der ἐπιστροφῆς καὶ κολάσεως ἄξιον 27, 17, 7 vrbdt. – Bei Philostr. u. Rhett. τοῦ λόγου, das Angespannte, Kernhafte des Styls. Vgl. ἐπιστρεφής.
-
5 επιστροφη
ἥ1) приведение в круговое движение, вращение(τῆς τοῦ ἀτράκτου δίνης Plat.)
2) свивание, скручивание(ἐπιστροφαὴ τῶν σχοινίων Plat.)
3) воен. тж. pl. поворот ( для атаки), нападение ( с фланга или с тыла), обход(δαΐων ἀνδρῶν Soph.)
; pl. нападение со всех сторон, перен., непрерывные удары(μυρίων κακῶν Soph.)
ὑπεκφεύγειν τέν ἐπιστροφέν ἐς τέν εὐρυχωρίαν Thuc. — избежать нападения бегством в открытое море4) исход, результат Polyb.; преимущ. дурной оборот, плохие последствияὅπως μή τις ἐ. γένηται Thuc. — чтобы чего-л. не вышло (дурного)
5) пребывание, тж. местопребывание, пристанищеπατρῴων δωμάτων ἐπιστροφαί Aesch. — жизнь в отчем доме;
ξενότιμοι ἐπιστροφαὴ δωμάτων Aesch. — долг гостеприимства;βούνομοι ἐπιστροφαί Aesch. — пастбища;Ἕλλην πεφυκώς, οἷσιν οὐκ ἐπιστροφαί Eur. — ты эллин, (а) таким не место (здесь)6) внимательное отношение, внимание, забота(ἄξιος ἐπιστροφῆς Xen.)
ἐπιστροφέν ποιεῖσθαι Arst., Dem.; (тж. θέσθαι Soph. или ἔχειν Plut.) — уделять внимание, заботиться (τινός Eur., Sext., πρό τινος Soph. и περί τινος Plut.)7) обхождение (с кем-л.), знакомствоπάντες, ὧν ἐ. τις ἦν Eur. — все сколько-нибудь вращавшиеся (среди людей), т.е. имеющие кое-какой житейский опыт (по друг. заслуживающие какого-л. внимания)
8) наказание(ἐπιστροφῆς καὴ κολάσεως ἄξιος Polyb. - ср. 6)
-
6 клапан
1. тех. η βαλβίδα, το επιστόμιοатмосферный (тепл.) - ατμοσφαιρική -быстродействующий - γρήγορης/άμεσης λειτουργίαςбыстрозакрывающийся - γρήγορου/άμεσου κλεισίματοςбыстрооткрыва-ющийся - γρήγορου/άμεσου ανοίγματοςвыхлопной - καυσαερίων/εξάτμισης- д.в.с выхлопной - εξαγωγής καυσαερίων της μηχανής εσωτερικής καύσεως (ΜΕΚ)- αέροςзабортный мор. - θαλάσσηςмногоходовой - πολλών ροών/διαδρόμωνнагнетательный - κατάθλιψης, καταθλιπτική -отливной - εξαγωγής/εκροήςперепускной - см. перегрузочныйпитательный - παροχής/τροφοδοτησηςрегулировочный - ελέγχου/χειρισμούредукционный - μείωσης της πίεσης, ο μειωτήραςсекущий - απομόνωσης, - слива топлива ав. - εκροής καυσίμωνстопорный - διακοπής/ασφάλισης, тарельчатый - δισκοειδής -тормозной - φρένου/πέδης2. муз. τοκλειδί (μουσικού οργάνου) 3. анат. η βαλβίδαдвустворчатый - см. митральный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клапан
-
7 билет
билет м 1) το εισιτήριο \билет туда и обратно το εισιτήριο μετ'επιστροφής 2): лотерейный \билет το λαχείο \билет в театр το εισιτήριο θεάτρου пригласительный \билет η πρόσκληση 3) (документ) το δελτίο, η ταυτότητα; студенческий \билет η φοιτητική ταυτότητα* * *м1) το εισιτήριοбиле́т туда́ и обра́тно — το εισιτήριο μετ'επιστροφής
2)лотере́йный биле́т — το λαχείο
биле́т в теа́тр — το εισιτήριο θεάτρου
пригласи́тельный биле́т — η πρόσκληση
3) ( документ) το δελτίο, η ταυτότηταстуде́нческий биле́т — η φοιτητική ταυτότητα
-
8 εισιτήριο(ν)
το билет;εισιτήριο(ν) με επιστροφή ( — или μετ' επιστροφής) — билет туда и обратно;
εισιτήριο(ν) επιστροφής — обратный билет;
εισιτήριο(ν) του τραίνου — железнодорожный билет;
εισιτήριο(ν) διαρκείας — сезонный билет;
εισιτήριο(ν) δωρεάν — бесплатный билет;
εισιτήριο(ν) θεάτρου — билет в театр;
§ εισιτήριο(ν) νοσοκομείου — направление в больницу
-
9 εισιτήριο(ν)
το билет;εισιτήριο(ν) με επιστροφή ( — или μετ' επιστροφής) — билет туда и обратно;
εισιτήριο(ν) επιστροφής — обратный билет;
εισιτήριο(ν) του τραίνου — железнодорожный билет;
εισιτήριο(ν) διαρκείας — сезонный билет;
εισιτήριο(ν) δωρεάν — бесплатный билет;
εισιτήριο(ν) θεάτρου — билет в театр;
§ εισιτήριο(ν) νοσοκομείου — направление в больницу
-
10 επιστροφή
η возвращение; возврат;εισιτήριο με επιστροφή ( — или μετ' επιστροφης) — билет туда и обратно;
εισιτήριο επιστροφής — обратный билет;
επιστροφές των εφημερίδων — непроданные газеты;
επί επιστροφή — с возвратом;
χωρίς επιστροφή — безвозвратно
-
11 return period
= return timeFrench\ \ délai de retour; durée de retourGerman\ \ Wiederkehrperiode; RückkehrperiodeDutch\ \ terugkeertijdItalian\ \ periodoSpanish\ \ período de retornoCatalan\ \ període de retornPortuguese\ \ período de retorno; tempo de retornoRomanian\ \ -Danish\ \ tilbagevendelsesperiodeNorwegian\ \ retur-periodeSwedish\ \ återkomstperiodGreek\ \ περίοδος επιστροφής; χρόνος επιστροφήςFinnish\ \ paluujakso; palaamisaika; palautumisaikaHungarian\ \ megtérülési idõTurkish\ \ geri dönüş dönemi; geri dönüş zamanıEstonian\ \ naasmisperiood; naasmisaegLithuanian\ \ grįžimo periodasSlovenian\ \ -Polish\ \ okres powrotu; czas powrotuRussian\ \ период временного ряда; время обратного ходаUkrainian\ \ період часового рядуSerbian\ \ -Icelandic\ \ endurkomutímiEuskara\ \ itzultzeko epea; itzultzeko orduaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ دوره بازگشتArabic\ \ فترة العودةAfrikaans\ \ terugkeerperiode; terugkeertydChinese\ \ 回 收 周 期; 回 收 时 间Korean\ \ 복귀주기; 복귀시간 -
12 возвратный
επ.1. της επιστροφής, της επανόδου•возвратный путь οδός επιστροφής•
на -ом пути στην επιστροφή, επιστρέφοντας.
|| υπόστροφος•возвратный тиф υπόστροφος τύφος.
2. με επιστροφή•-ая ссуда δάνειο με επιστροφή.
3. (γραμμ.):-ое местоимение αυτοπαθής αντωνυμία•
возвратный глагол ρήμα παθητικό (παθητικής φωνής)•
-ая форма глагола η παθητική φωνή•
возвратно-средний глагол ρήμα μέσης διάθεσης•
возвратный залог глагола η παθητική διάθεση του ρήματος.
-
13 ἐπιστροφή
ἐπι-στροφή, ἡ, (1) das Umkehren, Herumdrehen. (2) (a) das sich Herumdrehen, die Drehung, Wendung; δαΐων ἀνδρῶν ἐπιστροφαί, das Umwenden auf der Flucht zum neuen Angriff; öfter von den Bewegungen u. Schwenkungen des Heeres; οἱ ἐξ ἐπιστροφῆς παϑόντες, vom Rückfall der Krankheit; dah. μυρίων γ' ἐπιστροφαὶ κακῶν, der immer wiederkehrende Andrang des Unglücks; die Wendung der Dinge; dah. auch Ausgang, Ende. (b) das sich wohin Kehren, die Einkehr, auch der Ort selbst, wo man einkehrt; οἷσιν οὐκ ἐπιστροφαί, die sich hier nicht aufhalten dürfen. Und übtr., Aufmerksamkeit, Beachtung, πρὸ τοῠ ϑανόντος τήνδ' ἔϑεσϑ' ἐπιστροφήν, für den Toten Sorge tragen; ἄξιον ἔδοξε ἐπιστροφῆς εἶναι, beachtenswert, schien Überlegung zu verdienen; Ahndung, Strafe. Rhett. τοῦ λόγου, das Angespannte, Kernhafte des Stils -
14 ὀπιδνός
ὀπιδνός, geschen't, gefürchtet, ἥτε (Στύξ) ϑεοῖσι ῥιγίστη πάντεσσιν ὀπιδνοτάτη τε πέλεται, Ap. Rh. 2, 292, Schol. ἐπιστροφῆς ἀξία.
-
15 азимут
астр., геод. το αζιμούθιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > азимут
-
16 волна
το κύμαбортовая - мор. η θάλασσα (κύμα) από την πλευράвзрывная - см. ударная -встречная - мор. αντίθετο/πρυμναίο -- ы де Бройля см. - ы материи детонационная - εκπυρσοκρότησης- ουρανούкилометровые - ы см. длинные -кормовая мор. - πρύμνης- ы материи - τα ύλης, υλικά - ταметровые - ы (диапазон весьма высоких частот 30-300 MHz) λίαν βραχέα - ταмиллиметровые - ы (диапазон чрезвычайно высоких частот 30-300 GHz) χιλιοστομετρικό - (περιοχής φάσματος μεταξύ των συχνοτήτων 30 και 300 GHz)мири-аметровые - см. сверхдлинные -носовая - мор. - πλώρης- ы Рэлея επιφανειακά - τα, μακρά - ταсантиметровые - ы (диапазон сверхвысоких частот 3-30 GHz) υπερβραχέα - τα, τα μικροκύματαсверхзвуковая - υπερακουστικό -, υπερηχητικό -световая - (ядерного взрыва) - φωτός, φωτεινό -сильная - мор. η τρικυμία, η φουρτούναсредние - ы (диапазон средних частот 300 kHz - 3 MHz) μεσαία - τα, μέσα - τα (μεσαίας/μέσης συχνότητας)- κρούσης, κρουστικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > волна
-
17 дефлегматор
το μηχάνημα (μερικής) συμπύκνωσης των ατμών και επιστροφής των συμπυκνωμάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дефлегматор
-
18 импульс
1. (механический) η ώση, η ώθηση, η ορμή, η ποσότητα της κίνησης- ракетного двигателя удельный η (καθαρή) ώση του πυραυλοκινητήρα (Ν x sec. kg)2. (волновой) о παλμ/ός, η κίνησηгасящий (тлв.) - σβέσηςединичный (вид испытательного сигнала в системах автоматического управления) - μονός -зондирующий (рлк) - ερεύνης/έρευναςкомандный(рлк.) - ελέγχουмешающий (тлв) - περιττός -, τοεμπόδιοпороговый - οριακός/χαμηλός -прямой - (рлк.) ευθύς/κύριος -стирающий «<■ σβέσηςуправляющий - ελέγχου/χειρισμού- электромагнитного поля - του ηλεκτρικού πεδίου, ηλεκτρομαγνητικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > импульс
-
19 команда
1. вчт. η εντολή 2. (группа людей) η ομάδα, (ав., мор.) το πλήρωμα 3. (приказ) η διαταγή, η εντολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > команда
-
20 коэффициент
ο συντελεστής- деления (делителя частоты, перерасчётной схемы и т.п.) - της διαίρεσης, - диэлектрических потерь - των διηλεκτρικών απωλειών- передачи (авт.элн.) - (απόδοσης) τηςμετάδοσης- полезного действия (кпд) - απόδοσης, η πραγματική (ή ωφέλιμη) ισχύς- полноты водоизмещения мор. - τηςγάστρας (η σχέση όγκου-υφάλων με μήκος- полноты мидель-шпангоута мор. - της γάστρας (ησχέση επιφάνειας της μέσης τομής με πλάτοςκαι πλευρικό ύψος)- продольной полноты мор. - της γάστρας (η σχέση των υφάλωνμε την επιφάνεια της μέσης τομής και τουμήκους)пропульсивный мор. - της πρόωσηςторможения - πέδησης/φρεναρίσματοςудельный - (в колориметрии) ειδικός -,ποσοστιαίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коэффициент
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπιστροφῆς — ἐπιστροφεύς turning on a pivot masc nom pl ἐπιστροφεύς turning on a pivot masc nom/voc pl ἐπιστροφή turning about fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
обращениѥ — ОБРАЩЕНИ|Ѥ (110), ˫А с. 1.Перемещение, круговорот: обращениѥ тако же д҃шамъ въ тѣлеса. до дробьнааго живота. (μεταγγισμόν) КЕ XII, 251а; пища и питье. животу дѣиство. и строенье тѣломъ едино. и обращенье житью ГБ XIV, 98в; ре(ч) бо ап(с)лъ миръ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek