-
1 επιστροφη
ἥ1) приведение в круговое движение, вращение(τῆς τοῦ ἀτράκτου δίνης Plat.)
2) свивание, скручивание(ἐπιστροφαὴ τῶν σχοινίων Plat.)
3) воен. тж. pl. поворот ( для атаки), нападение ( с фланга или с тыла), обход(δαΐων ἀνδρῶν Soph.)
; pl. нападение со всех сторон, перен., непрерывные удары(μυρίων κακῶν Soph.)
ὑπεκφεύγειν τέν ἐπιστροφέν ἐς τέν εὐρυχωρίαν Thuc. — избежать нападения бегством в открытое море4) исход, результат Polyb.; преимущ. дурной оборот, плохие последствияὅπως μή τις ἐ. γένηται Thuc. — чтобы чего-л. не вышло (дурного)
5) пребывание, тж. местопребывание, пристанищеπατρῴων δωμάτων ἐπιστροφαί Aesch. — жизнь в отчем доме;
ξενότιμοι ἐπιστροφαὴ δωμάτων Aesch. — долг гостеприимства;βούνομοι ἐπιστροφαί Aesch. — пастбища;Ἕλλην πεφυκώς, οἷσιν οὐκ ἐπιστροφαί Eur. — ты эллин, (а) таким не место (здесь)6) внимательное отношение, внимание, забота(ἄξιος ἐπιστροφῆς Xen.)
ἐπιστροφέν ποιεῖσθαι Arst., Dem.; (тж. θέσθαι Soph. или ἔχειν Plut.) — уделять внимание, заботиться (τινός Eur., Sext., πρό τινος Soph. и περί τινος Plut.)7) обхождение (с кем-л.), знакомствоπάντες, ὧν ἐ. τις ἦν Eur. — все сколько-нибудь вращавшиеся (среди людей), т.е. имеющие кое-какой житейский опыт (по друг. заслуживающие какого-л. внимания)
8) наказание(ἐπιστροφῆς καὴ κολάσεως ἄξιος Polyb. - ср. 6)
-
2 εισιτήριο(ν)
το билет;εισιτήριο(ν) με επιστροφή ( — или μετ' επιστροφής) — билет туда и обратно;
εισιτήριο(ν) επιστροφής — обратный билет;
εισιτήριο(ν) του τραίνου — железнодорожный билет;
εισιτήριο(ν) διαρκείας — сезонный билет;
εισιτήριο(ν) δωρεάν — бесплатный билет;
εισιτήριο(ν) θεάτρου — билет в театр;
§ εισιτήριο(ν) νοσοκομείου — направление в больницу
-
3 εισιτήριο(ν)
το билет;εισιτήριο(ν) με επιστροφή ( — или μετ' επιστροφής) — билет туда и обратно;
εισιτήριο(ν) επιστροφής — обратный билет;
εισιτήριο(ν) του τραίνου — железнодорожный билет;
εισιτήριο(ν) διαρκείας — сезонный билет;
εισιτήριο(ν) δωρεάν — бесплатный билет;
εισιτήριο(ν) θεάτρου — билет в театр;
§ εισιτήριο(ν) νοσοκομείου — направление в больницу
-
4 επιστροφή
η возвращение; возврат;εισιτήριο με επιστροφή ( — или μετ' επιστροφης) — билет туда и обратно;
εισιτήριο επιστροφής — обратный билет;
επιστροφές των εφημερίδων — непроданные газеты;
επί επιστροφή — с возвратом;
χωρίς επιστροφή — безвозвратно
-
5 δάνειο(ν)
το заём; ссуда;εσωτερικό (εξωτερικό) δάνειο(ν) — внутренний (внешний) заём;
κρατικό ( — или δημόσιο) δάνειο(ν) — государственный заём;
λαχειοφόρο δάνειο(ν) — выигрышный заём;
άνευ επιστροφής безвозвратная ссуда;εντοκο δάνειο(ν) — ссуда под проценты;
δάνειο(ν) μ'ένέχυρο — ссуда под залог;
παίρνω δάνει — брать ссуду;
δίνω δάνειο(ν) — давать ссуду; — ссужать;
συνάπτω ( — или κάνω) δάνειο(ν) — делать заём;
χορηγώ δάνειο(ν) — предоставлять заём;
εκδίδω δάνειο(ν) — выпускать заём;
§ τον εφαγαν τα δάνεια — он по уши в долгах, не вылезает из долгов
-
6 δάνειο(ν)
το заём; ссуда;εσωτερικό (εξωτερικό) δάνειο(ν) — внутренний (внешний) заём;
κρατικό ( — или δημόσιο) δάνειο(ν) — государственный заём;
λαχειοφόρο δάνειο(ν) — выигрышный заём;
άνευ επιστροφής безвозвратная ссуда;εντοκο δάνειο(ν) — ссуда под проценты;
δάνειο(ν) μ'ένέχυρο — ссуда под залог;
παίρνω δάνει — брать ссуду;
δίνω δάνειο(ν) — давать ссуду; — ссужать;
συνάπτω ( — или κάνω) δάνειο(ν) — делать заём;
χορηγώ δάνειο(ν) — предоставлять заём;
εκδίδω δάνειο(ν) — выпускать заём;
§ τον εφαγαν τα δάνεια — он по уши в долгах, не вылезает из долгов
См. также в других словарях:
ἐπιστροφῆς — ἐπιστροφεύς turning on a pivot masc nom pl ἐπιστροφεύς turning on a pivot masc nom/voc pl ἐπιστροφή turning about fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
обращениѥ — ОБРАЩЕНИ|Ѥ (110), ˫А с. 1.Перемещение, круговорот: обращениѥ тако же д҃шамъ въ тѣлеса. до дробьнааго живота. (μεταγγισμόν) КЕ XII, 251а; пища и питье. животу дѣиство. и строенье тѣломъ едино. и обращенье житью ГБ XIV, 98в; ре(ч) бо ап(с)лъ миръ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek